Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

Διεκδικητική αγωγή.


- Διεκδικητική αγωγή. Κοινόχρηστη οδός. Αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Διδάγματα κοινής πείρας.
- Κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν.
- Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ως διδάγματα δε της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών.

Διατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 967
ΚΠολΔ: 560 ΒούλαΑριθμός 2097/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κίμωνα Βορίδη.

Του αναιρεσίβλητου: Ψ1 ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δελφάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-4-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Τριπόλεως. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 182/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 1/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-2-2006 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Θεοχαρίδης ανέγνωσε την από 10-10-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν το μεν πρώτο ότι «κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις», το δε δεύτερο ότι « οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν. Υπό την προϋπόθεση αυτή παραβιάζει τους κανόνες τούτους το δικαστήριο της ουσίας, είτε όταν παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης της βούλησης των συμβαλλομένων, είτε όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις νομικές έννοιες στις οποίες στηρίζονται, είτε όταν παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ’ έφεση, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων για το χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής έκτασης ως κοινόχρηστης οδού, στον οποίο στηριζόταν η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι δύο πρώτοι ενάγοντες είναι συγκύριοι, κατά ψιλή κυριότητα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, η δε τρίτη επικαρπώτρια, ενός οικοπέδου με οικία, συνολικής έκτασης 275 τ.μ., που βρίσκεται στο συνοικισμό «ΧΧΧ» του Δημοτικού Διαμερίσματος ΧΧΧ του Δήμου ΧΧΧ Αρκαδίας και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία ΧΧΧ (πρώην ΧΧΧ), ανατολικά με κοινοτική έκταση, νότια με κοινοτικό δρόμο και δυτικά με την επίδικη έκταση. Η επίδικη έκταση είναι ένας ακάλυπτος χώρος, που βρίσκεται δυτικά του ως άνω οικοπέδου των εναγόντων, έχει τη μορφή διόδου και ξεκινά από τον νοτίως αυτού διερχόμενο κοινοτικό δρόμο και με κλίση ανηφορική και με τη μορφή κλίμακας με πλατύσκαλα κατευθύνεται βορειοδυτικά και ακολούθως προς ανατολάς, όπου διέρχεται μεταξύ της ισόγειας οικίας και της ισόγειας αποθήκης του εναγομένου, μετά κατευθύνεται προς νότο και τέλος κάμπτει προς ανατολάς και καταλήγει στον ακάλυπτο χώρο της ιδιοκτησίας των εναγόντων, ενώ καλύπτεται από κληματαριά.
Η ισόγεια οικία του εναγομένου βρίσκεται δυτικά του οικοπέδου των εναγόντων, αφού παρεμβάλλεται μεταξύ τους η επίδικη έκταση σε μήκος 4,5 τετρ. μέτρων. Η οικία του εναγομένου εικονίζεται στο από μηνός Οκτωβρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ν.Τ. ως τμήμα με αριθμό 3, ενώ η επίδικη δίοδος αναφέρεται σε αυτό ως «δουλεία διόδου ιδιοκτησίας ....». Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη δίοδος αποτελεί κοινόχρηστη οδό, που από αμνημονεύτων ετών και πάντως τουλάχιστον για δύο γενεές πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) έχει αφεθεί στη χρήση αόριστου αριθμού προσώπων, ενώ ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το εδαφικό αυτό τμήμα αποτελεί μέρος της ευρύτερης ιδιοκτησίας του, εμβαδού 332 τ.μ., η οποία στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα εικονίζεται με περιμετρικά στοιχεία Κ-Λ-Μ-Ν-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ και ότι οι ενάγοντες έχουν στην επίδικη έκταση μόνο δικαίωμα δουλείας διόδου.
Τα ακίνητα των διαδίκων, μαζί με τον ακάλυπτο χώρο, πλην του ακινήτου με αριθμό «1» στο πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο απέκτησε αργότερα ο εναγόμενος με ανταλλαγή, αποτελούσαν μέχρι το έτος 1886 ένα ενιαίο ακίνητο, που ανήκε αδιαιρέτως στους συγκληρονόμους αδελφούς Χ1 (ιερέα), …, Ψ1 και Ψ2. Στο ενιαίο αυτό ακίνητο υπήρχαν τότε μία παλαιά οικία και μία νεόδμητη, η οποία είχε ανεγερθεί το έτος 1884. Οι ανωτέρω αδελφοί, με το υπ’ αριθ. 4819/1886 συμβόλαιο διανομής του τότε συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Καλτεζούντος, χώρισαν το ενιαίο αυτό ακίνητο σε δύο μέρη και έλαβαν, οι Χ1 (ιερέας) και Ψ1, από κοινού, τη νεόδμητη οικία με το προαύλιό της, η οποία συνορεύει γύρω-γύρω με ιδιοκτησίες Φ1 και .... και με άγριο τόπο, ο δε Ψ2 την παλαιά οικία, μαζί με την παρακείμενη καλύβα και το προαύλιό της (επίδικο), η οποία συνορεύει γύρω-γύρω με ακίνητα ..., Φ1 και βουνό, ενώ ο αδελφός τους ... έλαβε το μερίδιό του σε χρήμα. Στη συνέχεια οι συγκύριοι Χ1 (ιερέας) και Ψ1, με το 427/1908 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη, προήλθαν σε διανομή του ακινήτου που είχε περιέλθει αδιαιρέτως σ’ αυτούς, βάσει της οποίας έλαβαν ο μεν πρώτος το προς δυσμάς ήμισυ τμήμα της ανωτέρω οικίας, μαζί με το υπόγειο, ο δε δεύτερος το υπόλοιπο προς ανατολάς ήμισυ αυτής. Στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο αναφέρεται ότι το κοινό ακίνητο που διανέμεται συνορεύει με Φ1 και με δρόμο.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο αναφερόμενος στο εν λόγω συμβόλαιο, ως όριο, «δρόμος» είναι η επίδικη εδαφική έκταση, ενώ ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι πρόκειται για το κοινοτικό μονοπάτι που διερχόταν έκτοτε από το νότιο όριο του κοινού ακινήτου των αδελφών Χ1 (ιερέα) και Ψ1. Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αναφερόμενος σ’ αυτό το διανεμητήριο συμβόλαιο «δρόμος» είναι η δίοδος που διέρχεται έξω από την οικία του εναγομένου, είναι δε αναμφισβήτητο ότι υφίστατο από τότε για να υπάρχει πρόσβαση προς την ανεγερθείσα κατά το έτος 1884 στο αρχικό κοινό ακίνητο οικία, αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για κοινοτικό δρόμο που χρησιμοποιείτο από αόριστο αριθμό προσώπων, ώστε να προσλάβει το χαρακτήρα του κοινόχρηστου. Είναι αληθές ότι στο προαναφερόμενο αρχικό συμβόλαιο διανομής του έτους 1886 δεν γίνεται λόγος για κοινοτικό κοινόχρηστο τμήμα που διαχώριζε την τότε ενιαία ιδιοκτησία των απωτέρων δικαιοπαρόχων των διαδίκων και έτσι προκύπτει ότι ο αναφερόμενος στο επακολουθήσαν 427/1908 συμβόλαιο διανομής «δρόμος» είναι το ευρισκόμενο νοτίως του ακινήτου που διανεμήθηκε με αυτό κοινοτικό μονοπάτι.
Μάλιστα το κοινοτικό αυτό μονοπάτι αναφέρεται ως όριο του ακινήτου των εναγόντων, (παρά τη μεταξύ τους υψομετρική διαφορά), και στο προσκομιζόμενο από τους ίδιους υπ’ αριθμ.6019/1998 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρίπολης Κ.Μ., δυνάμει του οποίου αυτοί απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου τους. Ο εναγόμενος, που είναι εγγονός του εκ των αρχικών συγκυρίων Ψ2, απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία, κατά πλήρη κυριότητα, την εδαφική έκταση που είχε περιέλθει στον τελευταίο με το διανεμητήριο συμβόλαιο του έτους 1886 (4819/1886), πλέον του τμήματος ακινήτου που στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα αναφέρεται ως τμήμα με τον αριθμό «1», το οποίο περιήλθε στον εναγόμενο κατόπιν άτυπης ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ αυτού και των κληρονόμων του Ζ1. Το τμήμα αυτό με τον αριθμό «1» είχε περιέλθει στον απώτερο δικαιοπάροχο του εναγομένου Ζ1 με μεταβίβασή του από τον ΧΧΧ, δυνάμει του υπ’ αριθ. 7885/1939 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλτεζούντος Α.Μ. Κατά το τελευταίο αυτό συμβόλαιο το ακίνητο που μεταβιβάζεται, δηλαδή το τμήμα που στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα αποτυπώνεται με τον αριθμό «1», έχει ως όρια την ιδιοκτησία ΧΧΧ (ήδη ιδιοκτησία ΧΧΧ), την ιδιοκτησία Ψ2 και ήδη εναγομένου, την ιδιοκτησία των κληρονόμων του ιερέα Χ1 και ήδη των εναγόντων και δρόμο, που ασφαλώς είναι ο δημοτικός δρόμος ο οποίος διέρχεται βορείως του τμήματος αυτού (με αριθμό 1), πλάτους τεσσάρων μέτρων.
Είναι πρόδηλο ότι στο ανωτέρω συμβόλαιο μεταξύ των ορίων του μεταβιβασθέντος με αυτό ακινήτου αναφέρεται η ιδιοκτησία του Ψ2, παππού και δικαιοπαρόχου του εναγομένου, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά σε κοινόχρηστη οδό που να παρεμβάλλεται πριν από την ιδιοκτησία αυτή. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι στο συγκεκριμένο σημείο της επίδικης έκτασης ουδέποτε υπήρξε κοινόχρηστη οδός, κατά την έννοια του νόμου, δηλαδή δίοδος που να χρησιμοποιείται από αόριστο αριθμό προσώπων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την 80ετία πριν από την εισαγωγή του ΑΚ κατά το έτος 1946. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι μετά τις προαναφερθείσες διανομές των κοινών ακινήτων που έγιναν κατά τα έτη 1886 και 1908 μεταξύ των συγκληρονόμων αδελφών ΧΧΧ, ανέκυψε η ανάγκη επικοινωνίας της οικίας που είχε περιέλθει στον ιερέα και απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων Χ1 με τον δυτικά ευρισκόμενο κοινοτικό δρόμο. Η επικοινωνία αυτή διεξαγόταν μέσω του προαυλίου της ιδιοκτησίας του αδελφού του και δικαιοπαρόχου του εναγομένου Ψ2, χωρίς όμως ποτέ να αμφισβητηθεί η κυριότητα επ’ αυτού του τελευταίου και χωρίς να υπάρχει πρόσβαση σε αυτό το δρόμο σε αόριστο αριθμό προσώπων, πράγμα, άλλωστε, που δεν θα ήταν εύλογο για ένα δρόμο που οδηγούσε μόνο στην είσοδο μιας συγκεκριμένης οικίας.
Ακόμη και από την επικαλούμενη από τους ενάγοντες κατάθεση του ΧΧΧ, υπέργηρου κατοίκου της περιοχής, η οποία περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. 101124/10-5-2004 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρίπολης Κ.Μ., προκύπτει ότι οι διερχόμενοι από την επίδικη δίοδο ήταν πρόσωπα που πήγαιναν ως επισκέπτες στη συγκεκριμένη οικία του ιερέα Χ1, γεγονός που δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί η δίοδος αυτή ως κοινόχρηστος δρόμος, αφού αποδεικνύεται ότι εξυπηρετούσε τις ανάγκες συγκεκριμένου ακινήτου. Η επίδικη δίοδος δεν εξυπηρετεί καμιά ανάγκη επικοινωνίας των κατοίκων της τέως Κοινότητας ΧΧΧ, οι οποίοι εξυπηρετούνται από άλλους κοινοτικούς δρόμους, ενώ και ο Δήμος ΧΧΧ ουδέποτε διεκδίκησε την έκταση αυτή ως κοινοτική.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίδικη έκταση δεν κατέστη κοινόχρηστη με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, και ακολούθως απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Τριπόλεως, που είχε κρίνει ομοίως και απορρίψει την ένδικη αγωγή αυτών περί αναγνωρίσεως της επίδικης έκτασης ως κοινόχρηστης οδού και άρσης της προσβολής της προσωπικότητάς τους. Από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι η επίδικη έκταση δεν κατέστη κοινόχρηστη με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, γιατί δεν χρησιμοποιούνταν από αόριστο αριθμό προσώπων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την 80ετία πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, από τη συνεκτίμηση του περιεχομένου των προαναφερομένων υπ’ αριθ. 4819/1886 και 427/1908 συμβολαίων διανομής με τα λοιπά αναφερόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα, χωρίς να δεχθεί, ούτε εμμέσως, την ύπαρξη κενών ή ασάφειας στα συμβόλαια αυτά των απωτάτων δικαιοπαρόχων των διαδίκων, και συνεπώς ορθώς δεν εφάρμοσε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτίαση από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες, διότι παρέλειψε να προσφύγει σ’ αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων στα ρηθέντα συμβόλαια, σε σχέση με το χαρακτήρα που είχε ο αναφερόμενος σ’ αυτά «δρόμος», είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ως διδάγματα δε της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο, ενώ δέχθηκε ότι «ήταν πολλοί οι επισκέπτες στην οικία του ιερέα» παρέλειψε να χρησιμοποιήσει περαιτέρω το δίδαγμα της κοινής πείρας, σύμφωνα με το οποίο «οι ενορίτες ενός επαρχιακού ιερέα και μιας επαρχιακής ενορίας αποτελούν περίπτωση αόριστου αριθμού προσώπων», και έτσι παραβίασε το δίδαγμα αυτό και την έννοια του κοινόχρηστου πράγματος, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 967 του ΑΚ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι «η μετάβαση των ενοριτών μιας επαρχιακής ενορίας στην οικία του ιερέα αυτής μέσω κάποιας διόδου» δεν αποτελεί δίδαγμα κοινής πείρας για το ότι χρησιμοποιούνταν η δίοδος αυτή από αόριστο αριθμό προσώπων επί μία τουλάχιστον 80ετία πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, ώστε να καταστεί κοινόχρηστη με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28-2-2006 αίτηση των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου