Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ 3/4/2018 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

       ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ 

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

3/4/2018

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 

Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας συνεδρίασε σήμερα στην Αθήνα, και αφού ενημερώθηκε από τον Πρόεδρο, Δημήτρη Κ. Βερβεσό, για όλες τις τρέχουσες εξελίξεις στα θέματα που αφορούν το δικηγορικό σώμα (ασφαλιστικά, φορολογικά κ.λπ.),  αποφάσισε τα εξής: 

 

1. Επικύρωσε την απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής για τους Έλληνες στρατιωτικούς που έχουν συλληφθεί από τις τουρκικές αρχές και κατά των οποίων δεν έχουν ακόμη απαγγελθεί κατηγορίες, παρότι παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον του μηνός. Η Ολομέλεια επισημαίνει ότι ο σεβασμός στα δικαιώματα των κρατουμένων και η δημιουργία συνθηκών για μια δίκαιη δίκη είναι αδιαπραγμάτευτες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού που πρέπει να τηρούνται απαρεγκλίτως. 

 

2. Εξέφρασε την αντίθεσή της στην ίδρυση τέταρτης νομικής σχολής, όπως εξαγγέλθηκε από τον Υπουργό Παιδείας, χωρίς προηγούμενη μελέτη και διαβούλευση με την ακαδημαϊκή και νομική κοινότητα.  Επισημαίνεται ότι μέχρι και σήμερα ο Υπουργός δεν έχει ανταποκριθεί στο αίτημα για συνάντηση με την Ολομέλεια παρά τα επανειλημμένα προς τούτο αιτήματα. 

Η ίδρυση ακαδημαϊκών ιδρυμάτων πρέπει να γίνεται με τρόπο ορθολογικό, και να ανταποκρίνεται σε ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά κριτήρια στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού για τον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα. 

Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε σκέψη για την ίδρυση νομικής σχολής προϋποθέτει ότι έχουν προηγουμένως επιλυθεί τα προβλήματα, και έχουν ενισχυθεί επαρκώς οι λειτουργούσες νομικές σχολές, ιδίως δε η Νομική Σχολή Κομοτηνής για προφανείς λόγους.  

 

3. Αποφάσισε α) Να ζητηθεί αρμοδίως η διατήρηση της ασφαλιστικής ικανότητας για όλους τους δικηγόρους μέχρι την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών 2017 από τον ΕΦΚΑ, βάσει του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος του έτους 2016, δεδομένου ότι η ασφαλιστική οφειλή δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη.

β) Να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να αποκατασταθούν τα υφιστάμενα προβλήματα του ΕΦΚΑ που έχουν ως αποτέλεσμα δικηγόροι ασφαλιστικά ενήμεροι να εμφανίζονται ως ανασφάλιστοι.

γ) Να ενισχυθούν με προσωπικό οι υπηρεσίες του ΤΥΔΑ και του ΤΥΔΕ.

 

4. Αποφάσισε την διοργάνωση Πανελληνίου Συνεδρίου Δικηγορικών Συλλόγων για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Το συνέδριο θα διεξαχθεί στις Σέρρες εντός του τρέχοντος έτους. Ο ακριβής χρόνος διεξαγωγής και το πρόγραμμα του συνεδρίου θα οριστικοποιηθούν μετά από εισήγηση της Οργανωτικής Επιτροπής.

 

5Ενέκρινε ομόφωνα τον προϋπολογισμό της Ολομέλειας  του τρέχοντος έτους.

ν. 4530/2018 Ρυθμίσεις θεμάτων μεταφορών και άλλες διατάξεις.

ν. 4530/2018 Ρυθμίσεις θεμάτων μεταφορών και άλλες διατάξεις.

Άρθρο 48


Αν σε υπάρχουσα άδεια κυκλοφορίας βεβαιωθεί από

τον αντιπρόσωπο ή τον κατασκευαστικό οίκο πλαστός

αριθμός πλαισίου, ο εισαγωγέας αποζημιώνει εις ολόκλη-

ρον τον ιδιοκτήτη του οχήματος στην τιμή κτήσης του

οχήματος, χωρίς να αποκλείονται λοιπές αξιώσεις του

ιδιοκτήτη του οχήματος για επιπλέον θετική ή αποθετική

ζημία. Η αποζημίωση εις ολόκληρον από τον εισαγωγέα

πραγματοποιείται ακόμα και αν το όχημα έχει εν τω με-

ταξύ μεταπωληθεί.

Άρθρο 23 επ. τροποποίηση Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Α΄ 57)  

Άρθρο 74

Τροποποίηση Κώδικα Απαλλοτριώσεων ν. 2882/2001 (Α΄ 17), 

Άρθρο 93

Μεταβατικές διατάξεις

1. Για παραβάσεις που διαπράχθηκαν πριν από την

ισχύ των διατάξεων του Κεφαλαίου 1 εφαρμόζονται τα

οριζόμενα από το προηγούμενο νομικό καθεστώς, κα-

θώς και η παράγραφος 2 του άρθρου 10.

2. Μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του πρώτου εδα-

φίου της παραγράφου 4 του άρθρου 8 ισχύουν οι υφι-

στάμενες διατάξεις όλων των εκδοθέντων κανονιστικών

διατάξεων που αναφέρονται σε διοικητικές κυρώσεις

λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων.

3. Υποθέσεις που εκκρεμούν, κατά την έναρξη ισχύος

του παρόντος, στο πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο,

εξακολουθούν να εκδικάζονται από αυτό μέχρι τη συ-

γκρότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 5.

4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται

κάθε αντίθετη διάταξη προς αυτές.

ΣτΕ 686/2018 Ολομ. Πανελλαδικές εξετάσεις –Προφορική εξέταση υποψηφίων με μαθησιακές δυσκολίες – Προσαύξηση βαθμολογίας υποψηφίων διακριθέντων σε αθλητικούς αγώνες

ΣτΕ 686/2018 Ολομ. 
Συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας – Πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση – Πανελλαδικές εξετάσεις – Εισαγωγή στις Ιατρικές Σχολές – Μάθημα Νεοελληνικής Γλώσσας και 
συντελεστής αυτού – Προφορική εξέταση υποψηφίων με μαθησιακές δυσκολίες – Προσαύξηση βαθμολογίας υποψηφίων διακριθέντων σε αθλητικούς αγώνες – Έννομο συμφέρον προβολής λόγου περί παραβίασης της αρχής ισότητας – Μέτρο αποκατάστασης της παραβιασθείσας ισότητας 
(Α) Η εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής γλώσσας αφορά στον έλεγχο των γλωσσικών δεξιοτήτων των υποψηφίων και της δυνατότητάς τους για κριτική σκέψη, ανάλυση και τεκμηρίωση, προσόντων δηλ. που συναρτώνται άμεσα προς την ικανότητα των υποψηφίων για παρακολούθηση των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εν γένει – Η αξιολόγηση, επομένως, μέσω της εξέτασης του εν λόγω μαθήματος, του επιπέδου της γλωσσικής επάρκειας των υποψηφίων αποβλέπει στη διακρίβωση της ικανότητάς τους για αποτελεσματική παρακολούθηση της διδασκαλίας των μαθημάτων κάθε ΑΕΙ και πρόσληψη των μέσω αυτής μεταδιδομένων γνώσεων ανεξαρτήτως ειδικότερου γνωστικού αντικειμένου, δεδομένου ότι η επαρκής γλωσσική κατάρτιση και υποδομή αποτελεί προϋπόθεση για την κατάκτηση κάθε είδους γνώσης, πολύ δε περισσότερο της πανεπιστημιακού επιπέδου μόρφωσης η οποία παρέχεται στα ΑΕΙ – Ενόψει αυτών, το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας δεν εμφανίζει μεν, ως μάθημα Γενικής Παιδείας που δεν χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, ειδικότερη συνάφεια προς συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο, συνιστά όμως, κατά τα ανωτέρω, ένα σύνολο γνώσεων και ικανοτήτων απαραίτητων σε κάθε υποψήφιο για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, υπό την έννοια αυτή, είναι συναφές προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στις ανώτατες σχολές, τόσο θεωρητικής όσο και θετικής κατεύθυνσης – Η εξέτασή του, επομένως, η οποία, άλλωστε, εκτός από πάγια διαχρονική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, αποτελεί και διεθνή πρακτική αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων όλων των ανωτάτων σχολών, μεταξύ των οποίων και των ιατρικών, δεδομένου μάλιστα ότι η ακρίβεια της έκφρασης στην ιατρική επιστήμη απαιτεί καλή γνώση της νεοελληνικής γλώσσας – Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4327/2015 που προβλέπει τον καθορισμό αυξημένων συντελεστών βαρύτητας για δύο μαθήματα ανά εισαγωγική κατεύθυνση, χωρίς να προβλέπει ταυτόχρονα μειωτικό συντελεστή για τη βαθμολόγηση του μαθήματος γενικής παιδείας της Νεοελληνικής Γλώσσας, με αποτέλεσμα να αποδίδεται ίδια βαρύτητα στην εξέταση του μαθήματος αυτού με την εξέταση ενός μαθήματος της Ομάδας Προσανατολισμού, όπως εν προκειμένω της Φυσικής, δεν υπερβαίνει τα όρια ευχέρειας που έχει ο νομοθέτης προς καθορισμό του τρόπου βαθμολόγησης των υποψηφίων σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ούτε αποτελεί ρύθμιση απρόσφορη για την επιλογή, ειδικότερα, των καταλληλότερων υποψηφίων προς εισαγωγή στις ιατρικές σχολές της χώρας – Τα προβαλλόμενα, εξ άλλου, περί υποκειμενικής βαθμολόγησης του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας, αναγόμενα στη φύση του μαθήματος αυτού, δεν καθιστούν δυσανάλογη τη βαρύτητα του εν λόγω μαθήματος εν σχέσει προς το μάθημα της Φυσικής,  ούτε αποτελούν λόγο εφαρμογής συντελεστή μειωτικής βαρύτητας στο μάθημα αυτό, δεδομένου ότι, αφ’ ενός μεν, η βαθμολόγηση του μαθήματος γίνεται σε περισσότερα επί μέρους θέματα (περίληψη, κατανόηση, σύνταξη κειμένου, σημασιολογικά στοιχεία κ.λπ.), για καθένα από τα οποία, ανάλογα με τη βαρύτητά του, έχει τεθεί εκ των προτέρων αντίστοιχο βαθμολογικό πλαίσιο το οποίο είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει ο βαθμολογητής, αφετέρου δε, προβλέπεται, όπως και στα λοιπά μαθήματα, αναβαθμολόγηση των γραπτών και του μαθήματος αυτού σε περίπτωση διαφοράς μεγαλύτερης των δώδεκα μονάδων μεταξύ των δύο βαθμολογητών – Τέλος, ούτε το γεγονός ότι ο αριθμός των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων κατά τις εξετάσεις για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε τέσσερα καθιστά το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας αποφασιστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της συνολικής βαθμολογίας των υποψηφίων, δεδομένου ότι με την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση του ανωτέρω άρθρου και τον βάσει αυτής τρόπο υπολογισμού της βαθμολογίας κάθε υποψηφίου, κανένα μάθημα δεν είναι από μόνο του, χωρίς τη συμμετοχή των λοιπών, κεντρικής σημασίας για τον καθορισμό της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων προς εισαγωγή στη τριτοβάθμια εκπαίδευση και, συγκεκριμένα, στα επίδικα τμήματα ιατρικής [με μειοψηφία δύο Συμβούλων]
(B) Οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας επιβάλλουν να είναι, κατ’ αρχήν, όμοια και κοινή η διαδικασία των εξετάσεων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για όλους όσους λαμβάνουν μέρος στις εξετάσεις αυτές, οι οποίοι αποτελούν ενιαία, κατ’ αρχήν, κατηγορία υποψηφίων προς κατάληψη συγκεκριμένων θέσεων – Η υποχρέωση, όμως, αυτή δύναται να καμφθεί όταν τη διαφοροποίηση της εξέτασης επιβάλλουν λόγοι γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος ή όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους ισότητας μεταξύ των υποψηφίων, υπό τη γενική, πάντως, επιφύλαξη ότι κατά τη επιλογή και θέσπιση των διαφοροποιήσεων τηρούνται τα ακραία όρια της σχετικής ευχέρειας του νομοθέτη και η αρχή της αναλογικότητας – Εν προκειμένω, ο επιβαλλόμενος με τις ανωτέρω διατάξεις προφορικός τρόπος εξέτασης των υποψηφίων με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν σχετικής διαγνώσεως από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, συνιστά τρόπο εξέτασης προσαρμοσμένο στις ανάγκες της οικείας κατηγορίας υποψηφίων, ώστε να καθίσταται αντικειμενικώς δυνατή η επίδοσή τους στις εξετάσεις με ίσους όρους προς τους λοιπούς υποψηφίους και να τους παρέχεται έτσι ισότιμη δυνατότητα πρόσβασης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας εκάστου, ενόψει και όσων ορίζονται στο άρθρο 16 παρ. 4 Σ. – Εξάλλου, πέραν της μεθόδου εξέτασης (προφορική) και εν συνεχεία βαθμολόγησης (επιτόπια), η δοκιμασία όλων των υποψηφίων από άποψη ύλης και θεμάτων είναι κοινή – Λόγω δε του είδους της εξέτασης, σε βαθμολόγηση προβαίνουν όσοι διενεργούν την εξέταση, χωρίς τούτο να θέτει ζητήματα αντικειμενικότητας, εφόσον πάντως οι βαθμολογητές είναι δύο, προβλέπεται δε αναβαθμολόγηση σε περίπτωση απόκλισης των δύο βαθμολογιών άνω των 12 βαθμών – Με τα δεδομένα αυτά, η μη πρόβλεψη από το νομοθέτη χωριστών θέσεων στις ανώτατες σχολές για τους υποψηφίους με μαθησιακές δυσκολίες, δεν παραβιάζει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώσει κατά τρόπο αξιοκρατικό το σύστημα επιλογής των σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και, συνεπώς, δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας [με μειοψηφία δύο Συμβούλων]
(Γ) Λόγος ακυρώσεως ότι η προνομιακή εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών υποψηφίων κατόπιν προσαύξησης της βαθμολογίας τους και καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων στις σχολές της προτίμησής τους, άρα σε θέσεις που μπορούν να εξυπηρετηθούν από τα ΑΕΙ της χώρας, παραβιάζει τη συνταγματική αρχής της αξιοκρατίας και τον κανόνα της εισαγωγής του κάθε υποψηφίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά το μέτρο της προσωπικής του αξίας και μόνον προβάλλεται με έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι ο αιτών, υποψήφιος της γενικής κατηγορίας, παρά τη συνολική βαθμολογική του υπεροχή έναντι 25 εισαχθέντων σε ιατρική σχολή αθλητών, στερήθηκε του δικαιώματος εισαγωγής του σε ιατρική σχολή λόγω της προβλεπομένης στο νόμο προσαύξησης της βαθμολογίας των τελευταίων και, επομένως, δικαιούται να προσβάλει την, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω ανίσχυρης, ως αντισυνταγματικής κατ’ αυτόν, παράλειψη εισαγωγής του λόγω εισαγωγής άλλων συνυποψηφίων του οι οποίοι, λόγω της ιδιότητάς τους ως διακεκριμένων αθλητών, συγκέντρωσαν - χωρίς την προβαλλόμενη ως αντισυνταγματική προσαύξηση της βαθμολογίας τους - λιγότερα μόρια από αυτόν, τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι, όπως προβάλλεται από τη Διοίκηση, υπήρξαν περισσότεροι υποψήφιοι (231), οι οποίοι παρεμβάλλονται μεταξύ του αιτούντος και του τελευταίου εισαγόμενου στην Ιατρική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης εφόσον η Διοίκηση συνομολογεί ότι δεν υπάρχει πίνακας επιλαχόντων και δεν ισχυρίζεται ότι οι ενδιάμεσοι υποψήφιοι έχουν ασκήσει αίτηση ακυρώσεως – Επιπλέον, αν και ο αιτών διαγωνίσθηκε για να εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή ως υποψήφιος της γενικής κατηγορίας, με έννομο συμφέρον προβάλλει λόγο που στρέφεται κατά της εισαγωγής στην Ιατρική Σχολή υποψήφιων άλλης κατηγορίας, που κατέλαβαν θέσεις καθ’ υπέρβασιν του καθορισθέντος από τον Υπουργό αριθμού των εισακτέων – Και τούτο, διότι η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση καθόρισε τον αριθμό των θέσεων εισακτέων εν επιγνώσει του προβλεπόμενου με το άρθρο 38 του ν. 4115/2013 ποσοστού 3% που επιφυλάσσεται για διακριθέντες αθλητές καθ’ υπέρβασιν των ως άνω θέσεων – Συνεπώς, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, όπως προβάλλεται, η πρόβλεψη ποσοστού πρόσθετων θέσεων (ήδη, μάλιστα, σε ποσοστό 4,5%) υπέρ των διακριθέντων αθλητών, θα είναι υποχρεωμένη, σε συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου, λόγω έλλειψης καταλόγου επιτυχόντων υποψηφίων και αδυναμίας άλλου τρόπου υπολογισμού του εισακτέου βάσει αυτής, να εγγράψει τον αιτούντα ως υπεράριθμο σε μία εκ των ιατρικών σχολών της χώρας, όπως βασίμως προβάλλεται και, μάλιστα, στη σχολή στην οποία έχει εισέλθει συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από αυτόν, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, λαμβανομένων υπόψη και των δηλώσεων του μηχανογραφικού του δελτίου, χωρίς πάντως να θιγούν οι ήδη εισαχθέντες αθλητές [με μειοψηφία έξι μελών του Δικαστηρίου και δύο Παρέδρων]
(Δ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος δεν αποκλείεται η πρόβλεψη από το νομοθέτη ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους αθλητές που έχουν επιτύχει εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις σε σημαντικές αθλητικές διοργανώσεις, όπως η θέσπιση ενός συστήματος πριμοδότησης βαθμολογίας για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση· και μάλιστα όχι μόνο σε συναφείς με τον αθλητισμό σχολές (π.χ. ΤΕΦΑΑ), αλλά και στα λοιπά ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας προκειμένου οι υποψήφιοι αυτοί, λόγω της απαιτούμενης για την επίτευξη των ως άνω διακρίσεων έντονης ενασχόλησής τους με τον αθλητισμό, να μην βρεθούν σε ήσσονα μοίρα, έναντι των λοιπών υποψηφίων, σχετικά με την επιλογή των σπουδών τους και τις βάσει αυτών περαιτέρω επαγγελματικές τους επιδιώξεις – Ο καθορισμός των κατηγοριών διακεκριμένων αθλητών, στους οποίους παρέχεται το σχετικό ευεργέτημα ανήκει, εξ άλλου, στην ευχέρεια του νομοθέτη και υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια, όπως και οι θεσπιζόμενες σχετικές ευνοϊκές ρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει, πάντως, να τελούν σε αρμονία προς την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση του νομοθέτη να εξασφαλίζει την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ώστε να επιτυγχάνεται η αποστολή των ιδρυμάτων αυτών και η εύρυθμη λειτουργία τους – Ενόψει αυτών, η διάκριση που θεσπίζει η ανωτέρω διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2009/1992 υπέρ των αθλητών υποψηφίων που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από το νόμο διακρίσεις, (καθιέρωση συστήματος προσαύξησης της βαθμολογίας τους ποσοστιαίως, ανάλογα με την επιτευχθείσα αγωνιστική διάκριση), αναφερόμενη σε κατηγορίες υποψηφίων που προσδιορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία κατ’ άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος και είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή, εφόσον μάλιστα, με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις σχολές των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., καθόσον το καθοριζόμενο από αυτήν ποσοστό υπέρ της ως άνω κατηγορίας υποψηφίων τίθεται καθ’ υπέρβαση του ολικού αριθμού εισακτέων για κάθε σχολή ή τμήμα σχολής των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. [με μειοψηφία επτά Συμβούλων]
(Ε) Περαιτέρω, όμως, οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2009/1992 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν (α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας, (β) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις ανώτατες σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο ενόψει και του πάγιου χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής, η οποία δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε επίκαιρη εκτίμηση της δυνατότητας μιας σχολής για απορρόφηση σπουδαστών, και (γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις – Τούτο, διότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις υπερακοντίζουν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό που υπηρετεί η διάταξη (προαγωγή του αθλητισμού) λόγω, αφ’ ενός του επιβαλλόμενου με αυτές σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές και, αφ’ ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης την οποία συνεπάγονται [με μειοψηφία ενός Παρέδρου ως προς το α και γ]
(ΣΤ) Ακυρώνεται, ως μη νόμιμη, η παράλειψη εισαγωγής του αιτούντος σε ιατρική σχολή, ενώ αυτός υπερτερεί στη συνολική βαθμολογία από εισαχθέντα αθλητή πριν από την αντισυνταγματική, κατά τα ανωτέρω, προσαύξηση της βαθμολογίας του τελευταίου – Περαιτέρω, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να εγγράψει τον αιτούντα ως υπεράριθμο στην ιατρική σχολή στην οποία εισήλθε συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από αυτόν, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω αντισυνταγματικής διάταξης, λαμβανομένων υπόψη και των δηλώσεων του μηχανογραφικού του δελτίου, χωρίς να θιγούν οι ήδη εισαχθέντες αθλητές

http://www.humanrightscaselaw.gr/

ΣτΕ 660/2018 Ολομ. (Μάθημα θρησκευτικών)

www.humanrightscaselaw.gr

Θρησκευτική συνείδηση και ελευθερία (άρ. 13 Σ.) – Θρησκευτική διαπαιδαγώγηση (άρ. 13 και 16 Σ. και άρ. 2 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία (άρ. 3  και κεφαλίδα Σ.) – Ακύρωση ΥΑ έτους 2016 περί της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο
(Α) Κατά την κρατήσασα άποψη, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 Σ. αναφορά ως “επικρατούσης” στην Ελλάδα, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελούσε την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) και συνιστά μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της Χώρας. Η αναφορά αυτή -όπως άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος, της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 100/2017). Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Σ., η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, για τον λόγο αυτόν δε η ανάπτυξη τόσο της εθνικής όσο και της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, αποτελεί και μέρος της αποστολής του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου αυτού, π.δ. 114/2014). Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως, εφ' όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος (βλ. Ολομ. ΣτΕ 460/2013), η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται η ανάπτυξη ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 3356/1995, 2176/1998), εν όψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη ως η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη αυτή, άλλωστε, θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι -αποτελούντες την κατά τα άνω πλειοψηφία- γονείς των, αντλώντας από την διάταξη του άρθρου 13 Σ., το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣτΕ 2176/ 1998, 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογενείας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 Σ.), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 Σ. σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 Σ. και με τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της κατά τα ανωτέρω ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως νοείται η, δια της διδασκαλίας των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών και, ως εκ τούτου, αφορά αποκλειστικώς στους μαθητές, οι οποίοι ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, το κυριότερο δε μέσον, δια του οποίου -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Συνεπώς, στις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις αντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες, μέσω, κυρίως, των προγραμμάτων διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, για τους αποτελούντες την κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού μαθητάς δεν υπηρετείται ο ως άνω συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, αλλά επιχειρείται ο κλονισμός ή και η μεταβολή αυτής. Ειδικότερα, σχολική διδασκαλία που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής αυτής συνειδήσεως των μαθητών, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πλαίσιο της οικογενείας, θα συνιστούσε μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή, ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη και ωριμότητα των ενηλίκων κατά παράβαση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 Σ.. Περαιτέρω, ως αποστολή της Παιδείας, η, υπό την προεκτεθείσα έννοια «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, επιτελείται δε κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ 2176/1998, 3356/1995) και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα,τα δόγματα,τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες ως προς τα εν λόγω στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών. Η διδασκαλία των ανωτέρω στοιχείων, η οποία καθιστά το μάθημα των θρησκευτικών «ομολογιακό», είναι απολύτως συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 Σ., απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους. Τούτο δε εν όψει και του ότι οι τελευταίοι (ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι, άθεοι), απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Σ., έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμμία δυσμενή συνέπεια, εφ' όσον οι γονείς τους υποβάλουν αξιόπιστη δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι, να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο, χωρίς η δήλωση αυτή να παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 Σ., εφ' όσον γίνεται χάριν απαλλαγής (των τέκνων τους) από την, επιβαλλόμενη κατ αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού (βλ. ΣτΕ 2176/1998, 3356/1995, βλ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 2280/2001, σκ. 9 – πρβλ. επίσης εν σχέσει προς την ΕΣΔΑ και την απόφαση του ΕΔΑΔ της 26/9/2007 Folgero σκ. 98). Πέραν δε τούτου, μάλιστα, για ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους μαθητάς -ιδίως τους μαθητάς του καθολικού δόγματος ή της εβραϊκής θρησκείας ή της μουσουλμανικής μειονότητος της Δυτικής Θράκης- ο νομοθέτης έχει ρητώς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας του οικείου δόγματος ή θρησκείας από πρόσωπα προτεινόμενα από την οικεία θρησκευτική κοινότητα, προκειμένου δε περί της μουσουλμανικής μειονότητος από μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό (βλ. άρθρα 19 παρ. 1 τουν. 3379/1955, 85 παρ. 4 του ν. 1566/1985, 55 παρ. 5 του ν. 4386/2016 και 7 παρ. 1 του ν. 694/1977). Περαιτέρω, εφόσον διασφαλίζεται η συνταγματική υποχρέωση του Κράτους για την ανάπτυξη, κατά τα άνω, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων απευθυνομένων στο σύνολο των μαθητών, (ανεξαρτήτως δηλαδή της θρησκευτικής τους εντάξεως), και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρος με πληροφορίες και γνώσεις και για άλλες, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκείες και δόγματα «κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό», έτσι ώστε να σέβεται τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων τους (βλ. από ΕΔΑΔ 29/6/2007 Folgero σκ. 84 & 88, 7/12/1976 Kjeldsen σκ. 53) – Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 Σ.) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ και του ΠΠΠ αυτής, το Κράτος δεν μπορεί ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητάς που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες,να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών).
Σύμφωνα με την ειδικότερη (συγκλίνουσα) γνώμη τριών μελών του Δικαστηρίου, κατά το Σύνταγμα και λαμβανομένης υπόψη και της ΕΣΔΑ, η θρησκευτική αγωγή, από την μία μεν πλευρά δεν επιτρέπεται να υπερβεί τον χαρακτήρα της ως “έγκυρης” μεν, αλλά, πάντως, “πρότασης” νοηματοδότησης του βίου για την συγκρότηση ελεύθερων συνειδήσεων, ικανών για τις δικές τους προσωπικές επιλογές και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτό να μεταβάλλεται σε δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση από την άλλη όμως οφείλει να διατηρεί ως προέχουσα και κύρια μέριμνα όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως (αντικείμενο άλλωστε και άλλων μαθημάτων), αλλά την καλλιέργεια των κατάλληλων προϋποθέσεων ώστε να μπορεί να μεταδοθεί το βίωμα της ιερότητας, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στην λειτουργική ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας και την παράδοση της ορθοδοξίας, με τις πολλαπλές εκφάνσεις της στον πολιτισμό της χώρας.
Μειοψήφησαν πέντε Σύμβουλοι, η γνώμη των οποίων μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως: Ως “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως”, κατά το Σύνταγμα, νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση βεβαίως στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ορθοδοξίας, δηλαδή της “επικρατούσας” θρησκείας. Η ανάπτυξη της “εθνικής συνειδήσεως” κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από την ανάπτυξη “θρησκευτικής συνειδήσεως” ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι η ελληνική εθνική συνείδηση απολύτως θεμιτώς μπορεί έχουν και όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα. Η κατά το Σύνταγμα “ανάπτυξη θρησκευτικής συνειδήσεως” επιτυγχάνεται μέσω της υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια βάσει καταλλήλου προγράμματος σπουδών. Για την διαμόρφωση του προγράμματος αυτού και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οριοθετείται από τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις του Συντάγματος (άρθρων 3, 5, 13 και 16), της ΕΣΔΑ (άρ. 9 και 2 ΠΠΠ) του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (άρ. 18)  και της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού (άρ. 14), που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι “η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών” και κατοχυρώνουν την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, φορέας της οποίας είναι αυτοτελώς και το παιδί, καθώς και το δικαίωμα των γονέων να “φροντίζουν“ για την θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους και να “καθοδηγούν” το παιδί στην άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων του προς τον σκοπό της αναπτύξεως των ικανοτήτων του, χωρίς όμως να παρέχεται στους γονείς δικαίωμα να αξιώσουν από το κράτος την οργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου (ΕΔΔΑ 10-1-2017 Osmanoglu, σκ. 92 - 95), σε περίπτωση δε συγκρούσεως των δικαιωμάτων του παιδιού και των γονέων υπερτερεί το δικαίωμα του παιδιού (ibidem σκ. 95, 97, 105, Βαλσάμης, σκ. 37, Johnston 1986, σκ. 63). Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος κατά την παροχή της εκπαίδευσης, περιλαμβανομένου του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και όχι μόνον σε ορθοδόξους μαθητές δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη “κοσμοθεωρία” ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα” πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και να μην επιδιώκει “κατηχητικό σκοπό” (ΕΔΔΑ7.12.1996, Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007 Folgero). Εν όψει τούτων, κατά τη μειοψηφία, το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών αμιγώς ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρας, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή θρησκευτικής συνείδησης” συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και ματαιώνουν το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και ναι μεν οι κείμενες διατάξεις παρέχουν την δυνατότητα εξαίρεσης του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή τις πεποιθήσεις των γονέων του, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέσο διότι δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (ΕΔΔΑ προαναφερθείσα απόφαση Osmanoglu, σκ.103). Ακριβώς αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα εκτεθέντα. Οίκοθεν, εξ άλλου, νοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους και την θρησκευτική αγωγή τους εκτός σχολείου, όπως στην οικογενειακή εστία ή σε άλλους θεσμούς, όπως το κατηχητικό κ.λπ.
(Β) Κατά τα προεκτεθέντα, με την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών επιδιώκεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και, ως εκ τούτου, εν όψει και της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 13 του αυτού περί θρησκευτικής ελευθερίας, η διδασκαλία του μαθήματος αυτού δεν μπορεί παρά να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Η προσβαλλόμενη, όμως, ΥΑ ρητώς εξαγγέλλει, ήδη στην αρχή της παρ. 1 του άρθρου μόνου αυτής, ότι με το περιεχόμενο σε αυτήν Πρόγραμμα Σπουδών για τις Γ - ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο «επιδιώκεται ένα σχολικό ΜτΘ, στο οποίο η συμμετοχή όλων των παιδιών χωρίς καμιά διάκριση και ανεξάρτητα από θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους, θεωρείται αυτονόητη όσο και αναγκαία» (βλ. και παρ 2 «κάθε μαθητής ή μαθήτρια ανεξαρτήτως της θρησκευτικής του/της ιδιοπροσωπίας, είναι αναγκαίο να γνωρίζει …»). Στο πλαίσιο της εξυπηρετήσεως του ως άνω σκοπού, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, στην παρ, 2 αυτής αναφέρει ότι το Πρόγραμμα Σπουδών «ξεκινά από και έχει ως επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση του τόπου,την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας», η οποία χαρακτηρίζεται ως «η πρώτη και βασική συντεταγμένη του μαθήματος» ως «δεύτερη συντεταγμένη» του μαθήματος των θρησκευτικών, η προσβαλλομένη αναφέρει την «βασική γνωριμία με τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις που συναντώνται στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο,εκτός της Ορθοδοξίας,όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός με τις βασικές τους ομολογίες», ενώ ως «τρίτη συντεταγμένη» αναφέρει η προσβαλλομένη «στοιχεία από τα μεγάλα θρησκεύματα και ιδίως όσα ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία περισσότερο, δηλαδή τις μονοθεϊστικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, καθώς και άλλες θρησκείες που κατά τόπους ή κατά περίπτωση κρίνεται ότι παρουσιάζουν σήμερα αυξημένο ενδιαφέρον». Εν όψει τούτων η προσβαλλόμενη -επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, “τη διεθνή επιστημονική συζήτηση και τα διεθνή νομικά δεδομένα” καθώς και “τους στόχους των ευρωπαϊκών ΜτΘ”- προσδιορίζει το μάθημα των θρησκευτικών ως «ένα διευρυμένο και με σαφείς θεολογικές προϋποθέσεις μάθημα,το οποίο εξετάζει με ερευνητικό, κριτικό αλλά και διαλεκτικό τρόπο τη συνεισφορά κάθε θρησκευτικής παράδοσης στην ιστορία και στον πολιτισμό,αποβλέποντας στον θρησκευτικό γραμματισμό, αλλά και στην ευαισθητοποίηση και στον αναστοχασμό των μαθητών απέναντι στον δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό». Με τον σκοπό,όμως, αυτό που πραγματώνεται με το περιεχόμενο του εν λόγω προγράμματος σπουδών, το οποίο, όπως περιγράφεται στις επιμέρους θεματικές ενότητες (ΘΕ) για κάθε τάξη, περιλαμβάνει σε ικανό βαθμό διδασκαλία και δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων διαφόρων, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκειών, η πληττόμενη υπουργική απόφαση προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ. 1 Σ.) των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, για την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των οποίων ενδιαφέρονται οι ήδη αιτούντες, αλλά και εκείνων εκ των ετεροδόξων ή αλλοθρήσκων μαθητών, για τους οποίους παρέχεται, όπως έχει εκτεθεί, η δυνατότητα διδασκαλίας αποκλειστικώς της οικείας θρησκευτικής πίστεως. Πέραν των ανωτέρω, από την περιγραφή των «γενικών στόχων» κάθε τάξης και το περιεχόμενο των επιμέρους θεματικών ενοτήτων (τόσο από τα «βασικά θέματα» καθεμιάς όσο και από τα «προδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα» και τις «ενδεικτικές δραστηριότητες») προκύπτει επίσης ότι με την διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος επιδιώκονται και στόχοι οι οποίοι,πέραν των ως άνω τριών «συντεταγμένων», εκφεύγουν ακόμη και από ένα αμιγώς «θρησκειολογικό» πρότυπο μαθήματος, αναγόμενοι σε άλλα διδακτικά αντικείμενα (όπως η κοινωνιολογία, φιλοσοφία, κοινωνική και πολιτική αγωγή, οικολογία, τέχνες κ.ά.). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ανωτέρω στοχοθεσίας, η διδασκαλία στοιχείων της ορθοδόξης χριστιανικής πίστεως καταλαμβάνει μεν σημαντικό μέρος του προγράμματος σπουδών που εισάγεται με την προσβαλλομένη απόφαση, η διδασκαλία, όμως, αυτή δεν είναι ικανή να αναπτύξει, ήτοι να εμπεδώσει και να ενισχύσει, όπως επιβάλλεται από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση των μαθητών, διότι, όπως εκτίθεται κατωτέρω, η διδασκαλία αυτή α) είναι ελλιπής κατά περιεχόμενο, β) δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή σε σχέση με την διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και γ) δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται για αυτήν. Ειδικότερα,το πρόγραμμα σπουδών που εισάγεται με την προσβαλλομένη απόφαση παρουσιάζει -όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο προηγουμένων προγραμμάτων που αναφέρονται αποκλειστικώς στην ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (π.χ. πδ 91/1984, πδ 374/1078, πδ 831/1977, πδ 1034/1977)- σοβαρές ελλείψεις ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας. [Όλως ενδεικτικώς: δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα (την οποία επικαλούνται στην κεφαλίδα τους όλα τα ελληνικά Συντάγματα που ίσχυσαν μέχρι σήμερα) και δη σύμφωνα με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ενώ στην ΘΕ 6 της Γ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», ως «προσδοκώμενος Μεσσίας», ως «δάσκαλος που όλοι θαυμάζουν», ως «αγαπημένος φίλος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου]. Στις εν λόγω ελλείψεις εντάσσεται και η μη οριοθέτηση της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας με επισήμανση των χαρακτηριστικών της στοιχείων που την διακρίνουν από άλλα χριστιανικά δόγματα και άλλες θρησκείες. Αντιθέτως, στο επίμαχο πρόγραμμα σπουδών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στην διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών. Δεύτερος παράγοντας που καθιστά το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών απρόσφορο για την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως είναι το γεγονός ότι η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως δεν γίνεται αυτοτελώς και διακριτώς, αλλά εκ παραλλήλου -πολλές φορές στο πλαίσιο της ίδιας ώρας διδασκαλίας- και ισοτίμως με τη διδασκαλία στοιχείων, συχνά υπερβολικά λεπτομερειακών, άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών. Η αναφορά, εξ άλλου, στις διδασκαλίες άλλων θρησκειών δεν είναι μόνο εκτενής, παράλληλη και ταυτόχρονη (στο πλαίσιο δηλαδή της ίδιας Θεματικής Ενότητας - ΘΕ) με την χριστιανική εν γένει, σπανίως δε αποκλειστικά ορθόδοξη, διδασκαλία, αλλά περιλαμβάνει πλήθος υπερβολικά λεπτομερειακών στοιχείων. Επίσης στις ΘΕ κάθε τάξης περιέχονται και «ενδεικτικές δραστηριότητες» στις οποίες περιλαμβάνονται, στο πλαίσιο του μαθήματος των θρησκευτικών, η εκμάθηση χορών από άλλες χώρες και η οργάνωση διαγωνισμού χορού, η δημιουργία χορογραφίας, μουσική κλασική και κινέζικη, καθώς και ελαφρά και «λαϊκά» τραγούδια. Από τα ανωτέρω στοιχεία του εισαγόμενου με την προσβαλλόμενη απόφαση προγράμματος σπουδών καθίσταται σαφές ότι με αυτό δεν παρέχεται μία αμιγώς ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά προκαλείται σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, στους οποίους αποκλειστικά, όπως έχει εκτεθεί, μπορεί να απευθύνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, το μάθημα των θρησκευτικών, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται, κατά την πρώτη από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, ως σκοπός της παιδείας, η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως. Τέλος, εν όψει αφ' ενός μεν του αριθμού των ωρών διδασκαλίας που προβλέπονται από την προσβαλλόμενη απόφαση για το μάθημα των θρησκευτικών (56 - 58 ώρες διδασκαλίας για κάθε μία από τις Γ - ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και 46 - 48 για τις Α - Γ τάξεις του Γυμνασίου) εντός του, οκτάμηνης περίπου διαρκείας, σχολικού έτους, αφ' ετέρου δε της συνυπάρξεως σε εκτενή βαθμό, στο πλαίσιο του μαθήματος αυτού, στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα και σε άλλες θρησκείες, παρίσταται ανεπαρκής για την επίτευξη του προπεριγραφέντος συνταγματικού σκοπού (της αναπτύξεως δηλαδή ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως) ο χρόνος ο οποίος διατίθεται για την διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού – Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη ΥΑ έρχεται σε αντίθεση α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 Σ. (η οποία αποτελεί το βασικό νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για τις Γ - ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 Σ. που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι -ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους- με τη σύγχυση που προκαλείται, όπως έχει εκτεθεί από το προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδών και με τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού «αναστοχασμό» των μαθητών (ηλικίας 8 - 15 ετών), η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και δ) προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 Σ.) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία όπως έχει εκτεθεί προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα.
Κατά την ειδικότερη και συγκλίνουσα ως προς το αποτέλεσμα γνώμη τριών μελών του Δικαστηρίου, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης είναι ανίσχυρες, διότι από το περιεχόμενό τους, όπως έχει περιγραφεί, προκύπτει ότι η σχετική διδακτέα ύλη, απευθυνόμενη σε όλους εν γένει τους μαθητές, είναι τέτοια κατά το είδος και την έκτασή της, ώστε να κυριαρχεί η παροχή και επεξεργασία πληροφοριών και γνώσεων αναφορικά με το περιεχόμενο της θρησκείας εν γένει, των επί μέρους εκφάνσεών του στα διάφορα θρησκεύματα και των σχετικών συγκριτικών και γενικότερων προβληματισμών, σε τρόπο που να παραβιάζεται η, σύμφωνα με την γνώμη αυτή, συνταγματική υποχρέωση της διαμόρφωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης των Ελλήνων έτσι, ώστε να αποβλέπει προεχόντως στην μετάδοση του βιώματος του ιερού, αντλούμενου, κατά πρόσφορο τρόπο, από την χριστιανική ορθοδοξία.
Αντιθέτως, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη πέντε μελών του Δικαστηρίου, η προσβαλλόμενη ΥΑ, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακούσθηκαν δε και οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς την διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι προαναφερόμενες διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, κινείται δε εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτέες σύμφωνα με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις.