Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

ΣτΕ: Συνταγματικό το πρόστιμο των 10.549,44 ευρώ που επιβάλλεται στον εργοδότη για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο



ΣτΕ 2151/2017 (Δ’) Συνταγματικό το πρόστιμο των 10.549,44 ευρώ που επιβάλλεται στον εργοδότη για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο. (αντίθετη μειοψηφία)
«Επειδή η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας έχει υπαγορευθεί από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, η οποία αφενός μεν παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, με συνέπεια να μεταπίπτει η εργασία από κοινωνικό λειτούργημα σε αντικείμενο εμπορίας, αφετέρου δε στερεί από τα ασφαλιστικά ταμεία, σημαντικά έσοδα, με συνέπεια την αποδυνάμωση του ασφαλιστικού συστήματος, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα.
Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3996/2011, η αδήλωτη εργασία ανήρχετο σε ποσοστό 20%, ενώ η απώλεια εσόδων από τα ασφαλιστικά ταμεία λόγω της εισφοροδιαφυγής ανήλθε σε 6 δις ευρώ ετησίως. Περαιτέρω, η αδήλωτη εργασία, η οποία στερεί και από το Κράτος σημαντικά φορολογικά έσοδα, αποτελεί στρεβλωτικό παράγοντα της οικονομίας, καθόσον νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, με τη διαμόρφωση συνθηκών αθεμίτου ανταγωνισμού. Εν όψει τούτων, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά το μέρος που με αυτή προσδιορίζεται το επιβαλλόμενο στον εργοδότη πρόστιμο για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο ηλικίας άνω των 25 ετών στο ποσό των 10.549,44 ευρώ, δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητος. Και τούτο διότι με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται κύρωση προδήλως απρόσφορη, ούτε η προβλεπόμενη κύρωση υπερακοντίζει τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει, δηλαδή την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, δεδομένου ότι με το σοβαρό ύψος του προβλεπόμενου προστίμου επιδιώκεται τόσο ο αυστηρός κολασμός του συγκεκριμένου παραβάτη, όσο και η αποτροπή της παράνομης πρακτικής της αδήλωτης εργασίας από τους λοιπούς εργοδότες.
Κατ’ ακολουθίαν το καθοριζόμενο από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας πρόστιμο των 10.549,44 ευρώ δεν δύναται, να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος, εν όψει της σπουδαιότητος του διακυβευόμενου αγαθού της καταπολέμησης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, με τις εκτεθείσες σοβαρότατες για τους εργαζόμενους, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα δυσμενείς συνέπειες.
Τέλος, το ύψος του εν λόγω προστίμου ευλόγως συναρτάται με το υψηλό ποσοστό στο οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, έχει ανέλθει η αδήλωτη εργασία, ο δε αριθμός των 18 μηνών που τίθεται ως πολλαπλασιαστής για τον προσδιορισμό του και κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, η οποία δεν αμφισβητείται, αποτελεί τον χρόνο που οι εργαζόμενοι απασχολούνται, κατά μέσο όρο, χωρίς να έχουν δηλωθεί, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί κριτήριο απρόσφορο για τον προσδιορισμό του προστίμου σε ποσό που εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό της πάταξης της αδήλωτης εργασίας, ή ότι υπερακοντίζει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ανωτέρω σκοπό.
Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Η. Μάζου, η επιβολή του προστίμου αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας. Ο καθορισμός, όμως, του προστίμου, με την επίμαχη κοινή υπουργική απόφαση, προκειμένου για αδήλωτο εργαζόμενο ηλικίας άνω των 25 ετών, σε 10.549,44 ευρώ, ποσό το οποίο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό 18 μηνών εργασίας επί μισθό 568,08 ευρώ, αντίκειται στην αρχή της εν στενή εννοίας αναλογικότητος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνεπειών της επιβολής του προστίμου σε μικρές επιχειρήσεις, δοθέντος μάλιστα ότι η επιλογή 18 μηνών εργασίας, ως στοιχείου υπολογισμού του προστίμου, δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και παρίσταται, ως εκ τούτου, αυθαίρετη". (taxheaven.gr)

legalnews24
Διορισμός διερμηνέα σε κατηγορούμενο εκτός του οικείου πίνακα. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης



Άρειος Πάγος αρ. απόφασης 75/2017 (ποιν.): Διορισμός διερμηνέα σε κατηγορούμενο που δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Εν προκειμένω, η διάταξη της Προέδρου για το διορισμό διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα, εκδόθηκε, χωρίς να προτείνει σχετικώς ο εισαγγελέας της έδρας και δίχως να πάρει το λόγο, εκθέτοντας τις απόψεις του ο κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης.
«Κατά το άρθρο 233 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, όπως η δεύτερη παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 10 ν. 2408/1996, όταν πρόκειται να εξεταστεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η προαναφερόμενη διάταξη. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠΔ, που προστέθηκε επίσης με τον ανωτέρω νόμο και ορίζει ότι "αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο, ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε", προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο μη περιλαμβανόμενο στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το ανωτέρω άρθρο 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ.2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ.1 εδ. β' και δ' του ΚΠΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο Εισαγγελέας, ακουσθούν δε και οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του Εισαγγελέα, είτε ειδικά του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το ανωτέρω άρθρο 171 παρ.1 β', δ' ΚΠΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Η διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση, με την οποία ορίζεται απλώς διερμηνέας από τον οικείο πίνακα διερμηνέων, δεν συνιστά διάταξη κατά την έννοια του άρθρου 138 ΚΠΔ και επομένως δεν χρειάζεται να δοθεί προηγουμένως ο λόγος στον Εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο, ούτε απαιτείται κάποια αιτιολογία αυτής, πράγμα που συμβαίνει, αντίθετα, όταν διορίζεται διερμηνέας πρόσωπο εκτός του οικείου πίνακα διερμηνέων, που τηρείται και καταρτίζεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, κατά το άρθρο 232 παρ. 2 του ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή και ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, προκύπτει ότι, κατά την έναρξη της συζητήσεως και μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων η Πρόεδρος, επειδή αντιλήφθηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, αλλά την αγγλική διόρισε ως διερμηνέα τον ευρισκόμενο στο ακροατήριο A. Ο., ο οποίος, όπως προκύπτει από τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο (12-9-2016) οικείο πίνακα διερμηνέων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (αριθμ. βουλεύματος 3998/15) δεν ήταν εγγεγραμμένος σ'αυτόν. Η διάταξη όμως αυτή της Προέδρου για το διορισμό διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα, εκδόθηκε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, χωρίς να προτείνει σχετικώς ο εισαγγελέας της έδρας και δίχως να πάρει το λόγο, εκθέτοντας τις απόψεις του ο ανωτέρω κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Εξάλλου, και η αιτιολογία που περιέχεται στην προαναφερόμενη διάταξη της Προέδρου, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν διαλαμβάνεται σ' αυτήν ο λόγος που δικαιολογούσε το ανέφικτο του διορισμού διερμηνέα από τον οικείο πίνακα, ήτοι δεν προσδιορίζεται για ποιά αιτία υπήρξε αδυναμία να διοριστεί άλλος διερμηνέας από τους περιλαμβανόμενους στον οικείο πίνακα, ούτε επιπλέον αναφέρεται κάποια επείγουσα περίπτωση, που επέβαλε την πρόοδο της διαδικασίας με διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα (ΑΠ 448/09, ΑΠ 725/09, ΑΠ 1635/08).
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' αλλά και Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αντιστοίχως, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί. Στη συνέχεια, παρελκούσης της έρευνας του τρίτου και τελευταίου λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες ο αναιρεσείων N. E.-L. κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση καθώς και ως προς τις αντίστοιχες διατάξεις της περί επιβολής για τις πράξεις αυτές ποινής και κατά τη διάταξή της περί επιβολής συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί, κατά το μέρος της τούτο, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ)». (areiospagos.gr)

legalnews24