Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

ΕιρΠατρών 123/2020 Προσβολή προσωπικότητας - Ψευδής καταμήνυση - Απλή και συκοφαντική δυσφήμηση -. Προσβολή της προσωπικότητας από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση ή ψευδή καταμήνυση. Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου που προσβλήθηκε. Μπορεί να συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται και υπαιτιότητα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή, η οποία πρέπει να είναι σημαντική. Αποκλείεται η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εάν, είτε η πράξη δεν επάγεται προσβολή της προσωπικότητας, καίτοι τυχόν παράνομη, είτε είναι ανυπαίτια, είτε έλαβε χώρα κατʼ ενάσκηση νομίμου δικαιώματος προστατευμένου κατά προτίμηση έναντι εκείνου της προσωπικότητας και ως εκ τούτου δεν είναι παράνομη, εκτός εάν, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εν λόγω ενάσκηση δικαιώματος είναι καταχρηστική, υφίσταται δε και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Προσβολή της προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως. Στοιχειοθέτηση εγκλημάτων, ψευδούς καταμηνύσεως, απλής και συκοφαντικής δυσφήμησης. Ο άδικος χαρακτήρας της προσβλητικής συμπεριφοράς, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ.. Παραμένει η ποινική ευθύνη και η υποχρέωση προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο όταν η προσβλητική συμπεριφορά περιέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης.

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΚΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός Απόφασης 123/2020

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Άγγελο Σιμιτζή και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Τζουβέκα.

 

            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2019 για  να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του ενάγοντος: …, κατοίκου Πατρών, με ΑΦΜ …, ο οποίος κατέθεσε εμπρόθεσμα και νομότυπα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Κόττα και δεν παρουσιάσθηκε κατά τη συζήτηση.

 

Του εναγομένου: …, κατοίκου Πατρών, ο οποίος κατέθεσε εμπρόθεσμα και νομότυπα προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αγγελικής Καλλέργη και δεν παρουσιάσθηκε κατά τη συζήτηση.

 

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 28-2-2019 και με αριθμό καταθέσεως ./7-3-2019 αγωγή του κατά του εναγομένου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κατά την οποία και συζητήθηκε και δικάζων Δικαστής ο αναφερόμενος επίσης στην αρχή της παρούσας, με την υπ’ αρ. ./28-2-2019 Πράξη της Προϊσταμένης του παρόντος Ειρηνοδικείου. Το Δικαστήριο

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 
Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ για τη θεμελίωση αξίωσης για άρση προσβολής της προσωπικότητας απαιτείται πράξη επαγόμενη μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, που πρέπει, όμως, να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Εξ άλλου, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση ή ψευδή καταμήνυση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362, 363 και 229 παρ. 1 του Π.Κ.. Κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δυο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57 του ΑΚ), το Δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις ανωτέρω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, που αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι και η τιμή εκάστου ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής και β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη). Όμως, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται και υπαιτιότητα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή, η οποία πρέπει να είναι σημαντική (ΑΠ 195/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1252/2003 ΧρΙΔ 2004.119, ΕφΠατρ 357/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005.4, ΕφΑθ 3664/2003 ΕλΔνη 2004.263, ΕφΑθ 4786/2002 ΔΕΕ 2003.1003, ΠολΠρωτΑθ 2303/2006 ΔΙΜΜΕ 2007.67). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Στην έννοια της υπαιτιότητας (πταίσματος) περιλαμβάνονται, τόσο ο δόλος, που στο πεδίο εφαρμογής του Αστικού Δικαίου κρίνεται με ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 27 του ΠΚ, όσο και η αμέλεια. Αποκλείεται, συνεπώς, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εάν, είτε η πράξη δεν επάγεται προσβολή της προσωπικότητας, καίτοι τυχόν παράνομη, είτε είναι ανυπαίτια, είτε έλαβε χώρα κατʼ ενάσκηση νομίμου δικαιώματος προστατευμένου κατά προτίμηση έναντι εκείνου της προσωπικότητας και ως εκ τούτου δεν είναι παράνομη, εκτός εάν, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εν λόγω ενάσκηση δικαιώματος είναι καταχρηστική, ως αντικείμενη στα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ, υφίσταται δε και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΑΠ 753/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 391/2006 ΧρΙδ 2006.596). Προσβολή της προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε με αυτή την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος (ΑΠ 886/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 19/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 22/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη θεμελίωση του άνω αδικήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος (βλ. ΑΠ 2480/2003, ΠοινΔικ 2004.503, ΑΠ 1216/2002, ΠοινΔικ  2002.1340). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Εξάλλου, από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361 (ΑΠ 179/2011 ΕΦΑΔ 2012.125, ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010, 253, ΑΠ 1095/2008, ΑΠ 1462/2005 και ΑΠ 387/2005 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 363 Π. Κ.: «Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται …». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του, και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε γι’ αυτό αμφιβολίες, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενδεχομένως, όμως, να στοιχειοθετείται το έγκλημα της απλής δυσφήμησης (βλ. ΑΠ 73/2002, ΕλλΔνη 2002.857). Αντίθετα δηλαδή με όσα συμβαίνουν στη συκοφαντική δυσφήμιση, η απλή δυσφήμιση στοιχειοθετείται ανεξάρτητα από το εάν το γεγονός είναι αληθές ή όχι (ΑΠ 871/2007 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το έγκλημα της απλής δυσφήμισης, θεμελιώνεται, αντικειμενικά μεν με τον ισχυρισμό ή τη διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο, γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, υποκειμενικά δε, στο δόλο που συνίσταται στη γνώση του δράστη, ότι το γεγονός που διαδίδει ή ισχυρίζεται, είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός. Αν αποδειχθεί η αλήθεια του γεγονότος, η πράξη μένει ατιμώρητη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 366 παρ. 1 του Π.Κ.. Εξάλλου, επί προσβολής της τιμής του προσώπου, προβλέπεται στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ, ότι δεν αποτελούν άδικη πράξη και επομένως δεν δημιουργούν υποχρέωση προς αποζημίωση και οι εκδηλώσεις που γίνονται, πέραν των άλλων περιπτώσεων και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον (περ. γ). Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος), αποτελεί η άσκηση αγωγής ή ανακοπής για την προστασία δικαιώματος, όπως και η κατάθεση μήνυσης ενώ η ένορκη και η κατάθεση κάποιου ως μάρτυρα συνιστά εκτέλεση νομίμου καθήκοντος, με συνέπεια την άρση του αδίκου, εφόσον τα περιλαμβανόμενα στην αγωγή, την ανακοπή ή την μήνυση, ή όσα κατέθεσε κάποιος ως μάρτυρας, δεν υπερβαίνουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικό αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του καθήκοντος ή το δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη και προστασία του δικαιώματος (A.Π 1339/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η παραπάνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση, ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 367 του ΠΚ, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παράνομου της προσβολής. Όμως, όπως προεκτέθηκε, ο άδικος χαρακτήρας της προσβλητικής συμπεριφοράς, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή όταν η προσβλητική συμπεριφορά, περιέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης. Τέτοιος δε σκοπός εξύβρισης, εμφαίνεται στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής (εξυβριστικής ή απλής δυσφημιστικής) συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 179/2011 ΕΦΑΔ 2012.125, ΑΠ 1609/2009, ΑΠ 1496/2009, ΑΠ 1095/2009 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1462/2005 Δνη 47.187, ΑΠ 1573/2005 Δνη 47.840).

 

Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος εξεταζόμενος ενόρκως στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών κατέθεσε σε βάρος του τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην κρισιολογούμενη αγωγή αναληθή για αυτόν (τον ενάγοντα) γεγονότα, παρότι γνώριζε την αναλήθεια τους. Ότι ένεκα της καταθέσεώς του αυτής παραπέμφθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πατρών για την πράξη της συνέργειας σε απάτη τελεσθείσας σε βάρος του εδώ εναγομένου. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 100/2018 αποφάσεως του ως άνω Δικαστηρίου αθωώθηκε (ο ενάγων). Ότι λόγω των ως άνω ενεργειών του εναγομένου, ήτοι της τέλεσης του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, άλλως και επικουρικά της εξύβρισης, προσεβλήθη η προσωπικότητά του, διότι διεσύρθη το όνομά του στην τοπική κοινωνία. Για τους λόγους αυτούς, κατόπιν του νομότυπου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ), ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 5.000,00 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των 15.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό πληρωμής ./18-6-2019 ηλεκτρονικό παράβολο και την από 21-6-2019 απόδειξη πληρωμής των ΕΛΤΑ) και για το παραδεκτό των παραστάσεων των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων και των σχετικών διαδικαστικών πράξεων έχουν προκαταβληθεί οι κατ’ άρθρο 61 Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) εισφορές στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο (Πατρών), παραδεκτώς εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 1, 22 του ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), και είναι, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην άνω νομική σκέψη, επαρκώς ορισμένη παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του ενάγομενου και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330, 346, 914, 932 του ΑΚ, 224 παρ. 2, 229 παρ. 1, 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, 176, 191, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ, ενώ, μετά τον κατά τα άνω περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (ο οποίος εξισώνεται με τη μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, βλ. άρθρο 295§1 εδ. β’ ΚΠολΔ), δεν είναι νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα για προσωρινή εκτελεστότητα της αντίστοιχης διάταξης πέραν του καταψηφιστικού αιτήματος. Πρέπει επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη.

 

Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του αρνείται γενικά και ειδικά τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αγωγή. Περαιτέρω, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεών του, ισχυρίζεται ότι προέβη στην από 30-1-2017 ένορκη κατάθεση – έγκλησή του από δικαιολογημένο ενδιαφέρον προκειμένου μόνο να διερευνηθεί και διαλευκανθεί η υπόθεσή του. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 § 1 περ. γ’ ΠΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από τα έγγραφα που νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται οι αντίδικοι σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, δίχως να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 250/2000, ΕλλΔ/νη 41, 980, ΑΠ 587/1992, ΕλλvΔ/νη 35, 1278), μεταξύ των οποίων και τα προερχόμενα από τις σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες σε βάρος αμφότερων, την υπ’ αρ. ./2018 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιων της Ειρηνοδίκη του παρόντος Δικαστηρίου η οποία λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί προς την υποστήριξη εγκλήσεως του εδώ ενάγοντος και εκεί παθόντος κατά του εδώ εναγομένου, τα υπ’ αρ. ./2018 πρακτικά – απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, την υπ’ αρ. 4..5/2018 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών Βασιλικής Δημοπούλου, το υπ’ αρ. 5..2/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, τα οποία ως άνω ειδικότερα αναφερόμενα λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, μη λαμβανομένης υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρ. 424 ΚΠολΔ) της υπ’ αρ. ./21-6-2019 ένορκης βεβαίωσης της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη του παρόντος Δικαστηρίου καθόσον δεν λήφθηκε κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντος αφού δεν τηρήθηκε η διάταξη του άρ. 422 ΚΠολΔ μη αποτελούντος νομίμου τρόπου κλήτευσης αυτού η αναγραφή των στοιχείων των αρ. 421 - 422 ΚΠολΔ στις κατατεθείσες στον γραμματέα προτάσεις του εναγομένου αντίγραφο των οποίων δεν επιδόθηκε στον ενάγοντα και την εκτίμηση των δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Περί τα μέσα Ιανουαρίου του έτους 2017 καταγγέλθηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών η τέλεση πράξεων απάτης και  πλαστογραφίας τις οποίες φερόταν ότι τελούσε από το έτος 2014 και εντεύθεν ο πρώην δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών … ο οποίος είχε διαγραφεί από τα μητρώα του ως άνω Συλλόγου στις … . Συγκεκριμένα ότι ο ανωτέρω, αντιποιούμενος την ιδιότητα του δικηγόρου παραπλανούσε υποψήφιους «πελάτες» του ότι μπορούσε να διεκπεραιώσει νομικές τους υποθέσεις, με την ιδιότητα του δικηγόρου, με σκοπό να αποκομίσει ίδιο όφελος ζημιώνοντας αυτούς. Ότι προς επίτευξη δε του σκοπού του αυτού προέβαινε στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων και τη χρήση αυτών, τόσο σε δημόσιες υπηρεσίες για έκδοση νόμιμων δικαιολογητικών, όσο και σε ιδιώτες (παθόντες), ενώ προκειμένου να εμφανίζεται ως επαγγελματίας είχε προσλάβει μία αλλοδαπή γυναίκα ως γραμματέα του «γραφείου» του ονόματι … . Ότι ο ανωτέρω προέβαινε σε σύνταξη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή δακτυλογραφημένων πλαστών εγγράφων όπως διαθηκών, τραπεζικών βεβαιώσεων, βεβαιώσεων γνησίου υπογραφής, νομικών εγγράφων - εξώδικων διαμαρτυριών και ταυτοπροσωπιών αλλοδαπών και εν συνεχεία με τη μέθοδο «κολάζ», αφού επικολλούσε σε ξεχωριστό κομμάτι χαρτιού τον τίτλο της εκάστοτε δημόσιας υπηρεσίας, εταιρείας, τράπεζας κ.λπ. και στο τέλος του κειμένου σε έτερο κομμάτι χαρτιού, σφραγίδες των ως άνω, συνοδευόμενες από ονοματεπώνυμο και υπογραφή υπαλλήλου, προέβαινε στην εκτύπωση έγχρωμης φωτοτυπίας, τα οποία παρουσίαζε ως γνήσια. Μάλιστα η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών συνέστησε ειδική ομάδα για τη διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης και διαπίστωσε ότι ο … διατηρούσε «γραφείο» στην Πάτρα επί της οδού Εγλυκάδος και είχε μάλιστα θέσει σε εξωτερικό χώρο του «γραφείου» και κατά τις ώρες «εργασίας» αυτού, κινητή ταμπέλα αναγράφουσα «…» και ότι εντός αυτού είχε δημιουργήσει εργαστήριο πλαστογραφίας εγγράφων, αποτελούμενο, μεταξύ άλλων, από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έγχρωμους υπερσύγχρονους εκτυπωτές - υψηλής ανάλυσης σαρωτές εγγράφων (scaner), χάρτινα αποκόμματα σφραγίδων δημόσιων υπηρεσιών, δικηγόρων, συμβολαιογράφων, τραπεζών και σφραγίδες ιδιωτών. Ακόμη αποδείχθηκε ότι είχαν περιέλθει αρχικές πληροφορίες στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών ότι ο προδιαληφθείς είχε αναθέσει στον εδώ ενάγοντα και σε έτερο άγνωστο πρόσωπο με το μικρό όνομα «…», τον ρόλο ικανοποιημένου πελάτη, προκειμένου να εφησυχάζει τους ενοχλημένους και εξαπατημένους πελάτες για να αποτρέπει την από μέρους τους υποβολή σχετικών καταγγελιών και ότι άλλες φορές παρουσίαζε τον εδώ ενάγοντα, ως υποψήφιο αγοραστή, με σκοπό να αποσπάσουν χρήματα από διάφορους ιδιώτες. Ο εδώ εναγόμενος ήταν ιδιοκτήτης του με αρ. κυκλοφορίας … αυτοκίνητο (ταξί), εργοστασίου κατασκευής TOYOTA, μοντέλο AVENSIS, και περί τον Οκτώβριο του έτους 2016 αναζητώντας κάποιον επαγγελματία προκειμένου να διευθετήσει φορολογικές του εκκρεμότητες, ενημερώθηκε από τη συνοικούσα με αυτόν μητέρα του ότι ο ως άνω, …, «δικηγόρος», αναλαμβάνει αυτής της φύσεως υποθέσεις καθώς και ότι ασχολείται και με τις πωλήσεις ακινήτων και έτσι επισκέφθηκε αυτόν στο «γραφείο» του. Ο εναγόμενος εξαπατηθείς περί της ιδιότητας του …, πείσθηκε από τον τελευταίο ότι προκειμένου αυτός να μπορέσει άμεσα να διευθετήσει της φορολογικές του εκκρεμότητες θα έπρεπε να του καταβάλει όλο το ποσό της οφειλής του, ήτοι το ποσό των 4.130,00 ευρώ, όπως και έκανε. Επίσης ο … είχε ενημερωθεί από τη μητέρα του εναγόμενου ότι ο τελευταίος ενδιαφερόταν να πουλήσει το ταξί του και την άδεια εκμετάλλευσής του, χρησιμοποιώντας την πληροφορία αυτή αλλά και την πειθώ που τον διέκρινε του υποσχέθηκε ότι θα μπορούσε να βρει αγοραστή ο οποίος θα δεχόταν να καταβάλει ως τίμημα το ιδιαιτέρως υψηλό και για τις υφιστάμενες εκείνη τη χρονική περίοδο συνθήκες της αγοράς, ποσό των 120.000,00 ευρώ και του σύστησε ως υποψήφιο αγοραστή τον εδώ ενάγοντα. Ο δε ενάγων γνώριζε τον …, όπως και ο ίδιος συνομολογεί στην κρισιολογούμενη αγωγή του, ενώ μάλιστα αν και αναφέρει ότι γνώριζε και ότι ήταν δικηγόρος που του είχαν αφαιρέσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και ότι ο ίδιος (ο ενάγων) είχε αναθέσει τις προσωπικές του υποθέσεις στον και εδώ πληρεξούσιο δικηγόρο του, παρ’ όλα αυτά τον εμπιστεύθηκε και απευθύνθηκε σε αυτόν προκειμένου να του προτείνει δυνατότητες επένδυσης χρημάτων της συντρόφου του (του ενάγοντος), … , η οποία διέμενε τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Για τον λόγο αυτό μετέβησαν μαζί, ο ενάγων με τον …, σε επιχείρηση παραγωγής και πώλησης λαδιού στην περιοχή Λάππα Αχαΐας, πλην όμως τελικά δεν συνεργάστηκαν. Επίσης ο ενάγων απευθύνθηκε στον … προκειμένου να τον συμβουλευθεί για την τότε επικείμενη υποβολή αίτησης συνταξιοδότησής του και για τον λόγο αυτό τον επισκέφθηκε στο «γραφείο» του. Εκεί δε, συναντήθηκε με τον εναγόμενο και ρωτήθηκε από τον τελευταίο και τον … εάν ενδιαφέρεται για την αγορά του ταξί και της αδείας του που πωλούσε ο εναγόμενος έναντι του ποσού των 120.000,00 ευρώ. Ο ενάγων δεν απάντησε αρνητικά, αντίθετα δήλωσε ότι θα μετέφερε την πρόταση στην ως άνω σύντροφό του. Εν συνεχεία προκειμένου να αποσπάσει χρήματα ο … από τον εναγόμενο, του ζήτησε και έλαβε το ποσό των 2.700,00 ευρώ δήθεν για να το χρησιμοποιήσει για τη μεταβίβαση του επαγγελματικού του οχήματος. Για να γίνει δε πιο πειστικός στον εναγόμενο του ζήτησε να υπογράψει με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του, το από 3-10-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό που είχε καταρτίσει ο ίδιος ο … στο οποίο φερόταν ως πωλητής ο εναγόμενος και αγοραστής ο ενάγων με αντικείμενο πώλησης το ως άνω όχημα (ταξί) του εναγομένου και τη με αρ. … άδειά του, έναντι τιμήματος 30.000,00 ευρώ, αντίγραφο του οποίου προσκομίστηκε. Το αναγραφέν δε αυτό ποσό των 30.000,00 ευρώ απείχε κατά πολύ από αυτό των 120.000,00 ευρώ, δηλαδή από το ποσό το οποίο είχε προταθεί ως τίμημα για την αγορά στον ενάγοντα, όπως και ο ίδιος αναφέρει στην ένδικη αγωγή του, και το οποίο ο … είχε υποσχεθεί, με τη δική του μεσολάβηση, να λάβει τελικά ο εναγόμενος, πλην όμως σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αυτό είθισται να γίνεται –μη νομίμως- για φορολογικούς λόγους προκειμένου να μην φορολογηθούν οι συμβαλλόμενοι στην πώληση για το πραγματικό ποσό του τιμήματος. Αν και το αντίγραφο του ως άνω συμφωνητικού που έλαβε ο εναγόμενος δεν έφερε την υπογραφή του φερόμενου ως αντισυμβαλλόμενού του, δηλαδή του εδώ ενάγοντος, ήταν αρκετό μαζί με τις διαβεβαιώσεις και την πειθώ του … για να πιστέψει ότι καταρτίσθηκε η σύμβαση αυτή και έτσι να του καταβάλλει και το ως άνω ποσό των 2.700,00 ευρώ. Επειδή όμως, εύλογα, η κατά τα ως άνω «καταρτισθείσα» σύμβαση πώλησης δεν ολοκληρωνόταν με την καταβολή του τιμήματος και τη μεταβίβαση του οχήματος και της άδειας, ο εναγόμενος άρχισε να ανησυχεί, ληφθέντος υπόψη ότι ο εμφανιζόμενος ως μεσολαβών στην αγοραπωλησία του είχε αποσπάσει χρήματα, και οχλούσε τηλεφωνικά αυτόν (τον …), ο οποίος προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες απέδιδε την καθυστέρηση στο πρόσωπο του ενάγοντος. Μεταξύ δε των δικαιολογιών που προέβαλλε ήταν και ταξίδι του ενάγοντος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής περί τον Ιανουάριο του 2017, γεγονός που ήταν αληθές, όπως συνομολογείται και στην ένδικη αγωγή, και αποδεικνύει ότι ο ενάγων και ο … είχαν μεταξύ τους επικοινωνία, έστω και για άλλα ζητήματα. Προκειμένου δε ο … να εφησυχάσει τον εναγόμενο και να τον αποτρέψει από οποιαδήποτε ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων που του είχε δώσει ο τελευταίος, στις 13-1-2017 τον κάλεσε στο «γραφείο» και του έδωσε το από 13-1-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο φέρονταν ως αντισυμβαλλόμενοι οι εδώ δύο αντίδικοι και ότι σε συνεχεία της από τον Οκτώβριο του 2016 συμφωνίας τους συναποδέχονταν το τίμημα της αγοραπωλησίας να ορισθεί στο ποσό των 120.000,00 ευρώ, το οποίο θα καταβαλλόταν σε τρεις ισόποσες δεκαπενθήμερες δόσεις. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο έγγραφο αυτό είχε αναγραφεί εσφαλμένα το όνομα (και μάλιστα με αναγραμματισμό) και το πατρώνυμο του ενάγοντος, καθόσον είχε αναγραφεί ως « … » και ότι δεν έφερε την υπογραφή αυτού (ή οιοδήποτε άλλου «αγοραστή») πλην της υπογραφής του εναγομένου, ενώ φέρεται να έφερε και βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτού από το Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Πατρών. Κατόπιν, επειδή βέβαια η καταβολή των δόσεων ουδέποτε έλαβε χώρα, ο … προέτρεψε τον εναγόμενο να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον ενάγοντα δίνοντας του έναν τηλεφωνικό αριθμό καλώντας τον οποίο ουδέποτε κατάφερε να επικοινωνήσει με τον ενάγοντα και γι’ αυτό ο εναγόμενος του ζήτησε να του επιστρέψει το ποσό που του είχε καταβάλει, όμως ο … απέφυγε να το πράξει βεβαιώνοντάς τον ότι η πώληση θα ολοκληρωθεί. Ακολούθως ο εναγόμενος, του οποίου η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του … είχε κλονισθεί, απευθύνθηκε στον λογιστή του που τον ενημέρωσε ότι δεν είχε τακτοποιηθεί το σύνολο των οφειλών του στην Εφορία όπως εσφαλμένα πίστευε ο ίδιος αλλά παρέμενε οικονομική εκκρεμότητα ποσού 2.500,00 ευρώ. Έτσι, από τα ανωτέρω, ο εναγόμενος αντιλήφθηκε τελικά ότι ο … του είχε προκαλέσει οικονομική ζημία συνολικού ποσού 5.200,00 ευρώ και γι’ αυτό στο πλαίσιο της διενεργούμενης κατ’ άρ. 243 παρ. 2 ΚΠΔ από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών αστυνομικής προανάκρισης, εξεταζόμενος ενόρκως στις 30-1-2017 ενώπιον της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, ως παθών – εγκαλών, κατέθεσε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά καθώς και ότι «… Στις 2 Οκτωβρίου συναντηθήκαμε στο γραφείο του, μαζί με τον υποψήφιο αγοραστή και όλοι μαζί συμφωνήσαμε, ότι το ταξί θα μου το αγοράσει ο … αντί ποσού 120.000 ευρώ. Μάλιστα ο … μου υπέγραψε ιδιωτικό συμφωνητικό επικυρωμένο από το ΚΕΠ Πατρών, αντίγραφο του οποίου σας το παραδίδω, ενώ το πρωτότυπο το κράτησε ο … στο γραφείο του … Τις επόμενες ημέρες ξαναπήγα στο γραφείο του … άλλες δύο φορές, αφού είδα ότι δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια για την πώληση του ταξί μου. Εκεί και τις δύο φορές συνάντησα τον …, ο οποίος μαζί με τον …, μου είπαν ότι ο …  είχε προβλήματα φορολογικά και γι’ αυτό καθυστερεί η μεταβίβαση. Ενώ την δεύτερη φορά … ο … μου είπε, ότι είχε πρόβλημα το παιδί του και θα πήγαινε στην Αμερική. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα και ύστερα από τηλεφωνικές πιέσεις προς τον … για την τακτοποίηση θεμάτων που είχε αναλάβει, στις 13-1-2017 με κάλεσε στο γραφείο του δίνοντάς μου ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο υπέγραφε ο … και από το οποίο προέκυπτε ότι θα μου έδινε τρείς ισόποσες δόσεις των 120.000 ευρώ και  έπρεπε να το  υπογράψω. … Επίσης μου έδωσε το ίδιο συμφωνητικό επικυρωμένο από το ΚΕΠ Πατρών με την υπογραφή του …, ο οποίος δεσμευόταν ότι θα εκπληρώσει την παραπάνω υπόσχεση. Στην συνέχεια ο … επειδή του τηλεφωνούσα συνεχώς, μου είπε ότι δεν βρίσκει άκρη με τον … και μου έδωσε το τηλέφωνό του ... αλλά το τηλέφωνο αυτό δεν λειτουργούσε … Ο .. με το πρόσχημα αυτό μου πήρε το ποσό των 2.500 ευρώ καθώς και το ποσό των 2.700 ευρώ για την μεταβίβαση του ταξί, συνολικά 5.200 ευρώ. Πιστεύω ότι ο … με εξαπάτησε προκειμένου να μου αποσπάσει χρήματα. Επίσης είμαι βέβαιος ότι ο … είναι συνεργάτης του … , ο οποίος προσελήφθη από τον τελευταίο ως δήθεν αγοραστής, με σκοπό να μου αποσπάσουν χρήματα από κοινού και επιθυμώ την ποινική δίωξη», όπως αυτά προκύπτουν από το προσαγόμενο αντίγραφο της από 30-1-2017 ένορκης κατάθεσης του νυν εναγόμενου ενώπιον της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών. Κατόπιν της ολοκληρώσεως της αστυνομικής προανάκρισης, μετά και τη λήψη ενόρκων καταθέσεων από μεγάλο αριθμό παθόντων, υποβλήθηκε αρμοδίως από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών προς τον Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών, η σχηματισθείσα δικογραφία σε βάρος των ανωτέρω, ήτοι του …, της … και του εδώ ενάγοντος, …, σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απάτης κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας κατά μόνας και από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (σε βάρος του …), β) της απάτης κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 30.000 ευρώ (σε βάρος της …), γ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με προκληθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 30.000 ευρώ (σε βάρος και των τριών), δ) της σύστασης συμμορίας (σε βάρος και των τριών), ε) της αντιποίησης δικηγορίας κατ’ εξακολούθηση (σε βάρος του …), στ) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση (σε βάρος του …) και ζ) της υπεξαίρεσης από κοινού και κατά μόνας κατ’ εξακολούθηση (σε βάρος του …), πράξεις που φέρονταν ως τελεσθείσες στην Πάτρα, ήτοι για παράβαση των άρθρων 175 §§ 2-1, 187 § 5 εδ. α’, 220 § 1, 216 §§ 1α’- β’ και 3 περ. β’, 375 § 1α’, 386 §§ 1 και 3α’-β’ του ΠΚ. Τελικώς, οι ανωτέρω παραπέμφθηκαν με το υπ’ αριθ. 552/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικαστούν, ενώ ο εδώ ενάγων παραπέμφθηκε να δικαστεί μόνο για την αξιόποινη πράξη της πλημμεληματικής απάτης τελεσθείσας από κοινού με τον …, αναφορικά με το ως άνω ποσό των 2.700,00 ευρώ για την υποτιθέμενη πώληση του ταξί και της άδειας λειτουργίας του από τον εδώ εναγόμενο στον εδώ ενάγοντα με τη μεσολάβηση του …, ενώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών, απεφάνθη, να μην γίνει κατηγορία σε βάρος του νυν ενάγοντος για τις προδιαληφθείσες έτερες πράξεις. Στις 22-1-2018, οπότε και εκδικάστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων η προαναφερθείσα ποινική δικογραφία, ο εδώ ενάγων αθωώθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 100/2018 αποφάσεως του ανωτέρω Δικαστηρίου για την αξιόποινη πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού με τον …, που φερόταν ως τελεσθείσα εις βάρος του εδώ εναγομένου επειδή δεν αποδείχθηκε η τέλεση της ως άνω άδικης πράξης από μέρους του, ομοίως δε, αθωώθηκε και η …, ενώ ο … καταδικάστηκε. Συνεπώς, τα όσα κατεμήνυσε ο εναγόμενος αναφορικά με τον ενάγοντα δεν αποδείχθηκαν αληθή. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος υπέβαλε την έγκλησή του (αφού ήταν ο παθών) εν γνώσει του ψεύδους των ισχυρισμών του. Αντιθέτως, όταν αυτός κατέθεσε ως μάρτυρας – παθών ενώπιον της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι οι ισχυρισμοί του αληθεύουν. Συνεπώς, στόχος του δεν ήταν ούτε να προκαλέσει την καταδίωξη του ενάγοντος ούτε άλλωστε να θίξει την τιμή και την υπόληψη του. Αποσκοπούσε, αποκλειστικά, να υπερασπίσει τα συμφέροντά του, τα οποία θεωρούσε ότι κινδυνεύουν και δη να λάβει τα χρηματικά ποσά που παρανόμως του είχε αποσπάσει ο … ο οποίος τον είχε εξαπατήσει, γι’ αυτό ζήτησε τη συνδρομή της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί τελικά και γι’ αυτό ο … με την υπ’ αριθ. 100/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Δεν πρέπει δε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο εδώ εναγόμενος κατέθεσε τα ανωτέρω αφού κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στο πλαίσιο της τότε διενεργούμενης αστυνομικής προανάκρισης και όχι υποβάλλοντας αυτοτελή έγκληση και κατά του εδώ ενάγοντος. Άλλωστε κατέστη σαφές ότι ο εναγόμενος είχε εξαπατηθεί από τον …, ο οποίος κατάφερε με τις μεθόδους που ακολουθούσε να αποσπάσει χρήματα όχι μόνο από αυτόν αλλά και από έτερα πρόσωπα παθόντα και γι’ αυτό καταδικάστηκε για την τέλεση του αδικήματος της απάτης κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Εκμεταλλεύθηκε δε τη μεγάλη απειρία του ενάγοντος στις συναλλαγές και κατάφερε κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του, αφού θεωρούσε ότι συναλλάσσεται με έγκριτο εν ενεργεία δικηγόρο, επιδεικνύοντας του τα προχείρως συνταχθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά, με πληθώρα λαθών ακόμη και στα ονοματεπώνυμα των δήθεν συμβαλλομένων, ως αναλυτικά προεκτέθηκαν, να τον καταπείσει ότι με τη δική του μεσολάβηση θα ολοκληρωνόταν η πώληση του ταξί και της αδείας λειτουργίας αυτού με υψηλότατο τίμημα, όπως ο ίδιος ο εναγόμενος επεδίωκε. Του επέδειξε δε και του χορήγησε αντίγραφα των από 3-10-2016 και 13-1-2017 ιδιωτικών συμφωνητικών τα οποία δήθεν υπεγράφησαν χωριστά από τον ενάγοντα και τον εναγόμενο και στον τελευταίο έδωσε αντίγραφα με τη δική του μόνο υπογραφή και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να τον καταπείσει ότι υφίστανται και αντίγραφα υπογεγραμμένα από τον φερόμενο ως αντισυμβαλλόμενό του, δηλαδή τον ενάγοντα, ενώ ο εναγόμενος σαφώς δεν αντιλήφθηκε ότι τα αναγραφόμενα στο από 14-1-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό στοιχεία ταυτότητας δεν ταυτίζονταν με τα στοιχεία του προσώπου, που είχε συναντηθεί στο γραφείο του …, δηλαδή του εδώ ενάγοντος, δεδομένου ότι στην περίπτωση που είχε αντιληφθεί τούτο δεν θα είχε καταβάλει το ποσό των 2.700,00 ευρώ στον ... . Όμως αποδείχθηκε ότι πράγματι τους δύο εδώ αντιδίκους τους έφερε σε επικοινωνία ο … παρουσιάζοντας τον ενάγοντα ως υποψήφιο αγοραστή, καθώς και ότι αρχικά ο ενάγων δεν απέκλεισε την πιθανότητα αγοράς τους επαγγελματικού οχήματος (ταξί) και της αδείας του εναγόμενου και μάλιστα έναντι του υψηλού τιμήματος των 120.000,00 ευρώ από τη σύντροφό του, επομένως ευλόγως ο εναγόμενος θεώρησε ότι ο ενάγων και ο … βρίσκονται σε επικοινωνία ή ακόμη και συνεργασία, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει το είδος της όποιας μεταξύ τους σχέσης – συνεργασίας. Αντίθετα από κανένα προσαγόμενο αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε επικοινωνήσει ο ίδιος τηλεφωνικά με τον εναγόμενο προκειμένου να τον ενημερώσει ότι δεν ενδιαφέρεται η σύντροφός του για την αγορά, καθόσον ο ίδιος ο … θα είχε αποτρέψει την απευθείας μεταξύ τους επικοινωνία γιατί έτσι μόνο θα μπορούσε να τον εξαπατήσει προκειμένου να του αποσπάσει τα χρήματα που τελικά του απέσπασε, αλλά και να προβεί στις μετέπειτα συγκαλυπτικές της απάτης του πράξεις όπως τα καταρτισθέντα από τον ίδιο ιδιωτικά συμφωνητικά κλπ. Άλλωστε αν οι δύο αντίδικοι είχαν προσωπική μεταξύ τους τηλεφωνική επικοινωνία, ο εναγόμενος θα είχε συγκρατήσει τον τηλεφωνικό αριθμό του ενάγοντος και θα τον προσέγγιζε ο ίδιος για να του ζητήσει διευκρινήσεις σχετικά με την «καθυστέρηση» στην ολοκλήρωση της υποτιθέμενης συμφωνίας τους. Δεδομένης λοιπόν της αποδειχθείσας συναλλακτικής απειρίας που διέκρινε τον εναγόμενο, αλλά και της εξαπάτησής του από τον …, ο οποίος εκμεταλλευόμενος το αρχικό ενδιαφέρον του ενάγοντος για την αγορά, του παρίστανε ψευδώς ότι ενάγων αποδέχθηκε την πρόταση και συμφώνησε να αγοράσει το ταξί και την άδειά του, ενώ λόγω της μη υπάρξεως απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των δύο νυν αντιδίκων δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει και το βαθμό εμπλοκής και ευθύνης αντίστοιχα ενός εκάστου αυτών. Ήταν δε τέτοια η πειθώ και η επιρροή του … στον εναγόμενο, αλλά όπως αποδείχθηκε στην ποινική δίκη και σε έτερους παθόντες, που κατάφερε να του αποσπάσει προκαταβολικά και όλο το οφειλόμενο από τον ίδιο (τον εδώ εναγόμενο) ποσό προς την Εφορία, υποσχόμενος ότι θα τακτοποιούσε όλη την οφειλή του, ενώ τελικά δεν το έπραξε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την αξιολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος με την από 30-1-2017 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, με την οποία δήλωσε ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του εδώ ενάγοντος …, αφενός μεν κατέθεσε, απλώς περιστατικά, που έλαβαν χώρα στο «γραφείο» του … και αφετέρου –ως προελέγχθηκε- επιθυμούσε την διερεύνηση και διαλεύκανση της υπόθεσης πρωτίστως και όχι την ποινική δίωξη και τιμωρία του νυν ενάγοντος, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διέθετε τον απαιτούμενο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, άμεσο δόλο για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως. Ειδικότερα, δεν αποδείχτηκε ότι αυτός καταμήνυσε εν γνώσει του ψεύδους τον ενάγοντα για την αξιόποινη πράξη της συναυτουργίας σε απάτη, καθώς αυτός πίστευε πως τα γεγονότα που ισχυρίστηκε ήταν αληθινά. Εξάλλου, τόσο οι Εισαγγελείς που άσκησαν τη δίωξη και πρότειναν να παραπεμφθεί σε δίκη ο νυν ενάγων όσο και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών που τελικά τον παρέπεμψε να δικαστεί, έκριναν ότι υπήρχαν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του αυτή έστω και αν ο ίδιος είχε απολογηθεί στην προδικασία εκθέτοντας τους ισχυρισμούς του. Αντιθέτως, ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος γνώριζε την αλήθεια περί της μη συμμετοχής του στη σε βάρος του τελεσθείσα απάτη. Ακολούθως, προέκυψε ότι το περιεχόμενο της ανωτέρω εγκλήσεως του εναγομένου περιλαμβάνει μη αληθή γεγονότα και συγκεκριμένα ότι ο ενάγων τον εξαπάτησε ενεργώντας από κοινού με τον …, και, επομένως, πληροί την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης (άρθρο 363 ΠΚ). Εν προκειμένω, όμως,  δεν στοιχειοθετείται σε βάρος του εναγομένου ο άμεσος δόλος, που απαιτεί ο νόμος για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης αυτής πράξεως, καθόσον ο εναγόμενος, δικαιολογημένα, πίστευε πως τα γεγονότα που ισχυρίστηκε/κατήγγειλε ήταν αληθινά, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα. Ωστόσο, τα όσα διέλαβε στην επέχουσα θέση εγκλήσεως από 30-1-2017 ένορκη κατάθεσή του στοιχειοθετούν μεν την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης, αφού τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω μήνυση συνιστούν ισχυρισμό ενώπιον τρίτου γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αφού αυτός εμφανίζεται ως συνεργός στην τέλεση απάτης σε βάρος του εναγομένου, το άδικο, όμως, της αξιόποινης πράξεως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αίρεται, αφού ο εναγόμενος προέβη σε αυτήν κατ’ ενάσκηση και προς διαφύλαξη (προστασία) νομίμου δικαιώματός του, προς προάσπιση του αγαθού της περιουσίας του και όπως προεκτέθηκε, απλώς ασκώντας νόμιμο δικαίωμα του για αναφορά ποινικά κολάσιμης πράξης και παροχή δικαστικής προστασίας κατά του ή των υπαιτίων αυτής και όχι για λόγους εκδίκησης ή κακεντρέχειας, ήτοι (όχι) για να βλαφθεί η τιμή ή η υπόληψη του ενάγοντος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, είχε λόγους να πιστεύει ότι αυτός συμμετείχε στην εξαπάτησή του από τον ... . Ο τρόπος δε με τον οποίο ενήργησε ο εναγόμενος ήταν εκ των συγκεκριμένων περιστάσεων αναγκαίος και επιβαλλόμενος χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, το σύνολο δε του περιεχομένου της ως άνω ενόρκου καταθέσεως – εγκλήσεώς του επουδενί αποδεικνύουν και σκοπό εξύβρισης σε βάρος του ενάγοντος και συνεπώς πρέπει στην περίπτωση αυτή να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η σχετική κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 εδ. γ’ ΠΚ ένσταση του εναγομένου, ενώ το γεγονός της αθώωσης του ενάγοντος με την προαναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών δεν αρκεί να οδηγήσει σε έτερο αποτέλεσμα. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την υπ’ αρ. 4..5/2018 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών με την οποία τέθηκε στο αρχείο η από 15-1-2018 μήνυση του εδώ ενάγοντος κατά του εδώ εναγομένου, με την οποία κατήγγειλε ότι ο τελευταίος τέλεσε σε βάρος του τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρος και κατά της οποίας διάταξης ο εδώ ενάγων δεν άσκησε προσφυγή.

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, τα δε δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (αρ. 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Μαΐου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

O  ΕΙΡΗΝΟΔΙΚHΣ                                             H  ΓPAMMATEAΣ

ΤρΕφΠατρών 83/2020 Σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό - Σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως - Πρόσθετες πράξεις αύξησης της πίστωσης -. Η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού διαφέρει από τη σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως. Ωστόσο οι δυο συμβάσεις μπορούν να συνυπάρχουν και παρέχουν με τον συνδυασμό τους την ευχέρεια στον συμβαλλόμενο με την τράπεζα αφενός να κάνει χρήση της πιστώσεώς του και αφετέρου να μειώσει την οφειλή του. Αυτές μπορούν να λυθούν οριστικά αν δεν έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλομένους ο χρόνος λήξης τους, αυτοδίκαια με τον θάνατο, την αφάνεια, την πτώχευση, ή κατόπιν καταγγελίας του ενός από τους συμβαλλομένους, ο οποίος δικαιούται να κλείσει οριστικά το λογαριασμό οποτεδήποτε το θελήσει απευθυνόμενος στον αντισυμβαλλόμενο που μπορεί να λάβει γνώση, οπότε το κατάλοιπο αυτού καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Η μη αναγραφή των ονομάτων και των προσωπικών στοιχείων των εναγόντων στην πρόσθετη πράξη αύξησης της πίστωσης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα αυτής.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 83/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ανδρέα Κακολύρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Γαϊτάνη, Εφέτη και Ιωάννα Ζάσκα, Εφέτη-Εισηγήτρια και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια , στο ακροατήριο του, την 20η Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) … και 2) …, αμφοτέρων κατοίκων Πατρών, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Διομήδη Αποστολόπουλου (Δ.Σ.Πατρών).

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA BANK Α.Ε.», εδρεύουσας στην Αθήνα , νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αντωνίου Παναγούλη (Δ.Σ.Αθηνών), με δήλωση, κατ'άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

 

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 8-4-2015 και με αριθμό κατάθεσης ./19-5-2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 279/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία απέρριψε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του Γραμματέα του ως άνω Πρωτοδικείου την από 16-6-2019 και με αριθμό κατάθεσης ./19-6-2019 έφεση τους, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθμός κατάθεσης ./7-11-2019) και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, με επιμέλεια των εκκαλούντων, για την δικάσιμο που αναφέρεται ανωτέρω και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 279/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτικής διαδικασίας), έχει ασκηθεί νομότυπα (με την καταβολή του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προβλεπομένης από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ διετούς προθεσμίας από την ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 496, 498, 499, 511, 513 , 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους τους έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, περαιτέρω δε, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης αυτής. Επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρ. 533 ΚΠολΔ).

 

Με την ενώπιον του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκηθείσα από 8-4-2015 και με αριθμό κατάθεσης ./19-5-2015 αγωγή τους κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης , οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν ότι τυγχάνουν μέλη του εδρεύοντος στη Πάτρα μη κερδοσκοπικού συλλόγου με την επωνυμία «Ε. Α.», σκοπός του οποίου είναι η πνευματική μόρφωση της νεότητας. Ότι δυνάμει της με αριθμό ./10-7-1997 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό , η εναγομένη τράπεζα χορήγησε στον εν λόγω σύλλογο πίστωση μέχρι του ποσού των 14.000.000 δραχμών , το όριο της οποίας αυξήθηκε , δυνάμει της από 27-10-1999 πρόσθετης πράξης , μέχρι του ποσού των 16.000.000 δραχμών, προκειμένου ο πιστούχος σύλλογος να προβεί στην αγορά σχολικών λεωφορείων. Ότι οι ενάγοντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές στην ανωτέρω σύμβαση πίστωσης και στην πρόσθετη πράξη αύξησης της πίστωσης και εγγυήθηκαν την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της ως άνω πίστωσης, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με τον ανωτέρω πιστούχο, ως αυτοφειλέτες. Ότι , ακολούθως οι ενάγοντες υπέγραψαν ως εγγυητές την από 21-8-2001 πρόσθετη πράξη με την οποία αυξήθηκε το όριο της πίστωσης μέχρι του ποσού των 21.000.000 δραχμών, πλην όμως δεν δεσμεύονται από αυτήν , διότι δεν αναγράφονται σ ‘αυτήν τα ονόματα και τα προσωπικά τους στοιχεία. Ότι ο ανωτέρω σκοπός της χορήγησης της πίστωσης προς τον πιστούχο πραγματοποιήθηκε , προσκομίσθηκαν στην εναγομένη τα σχετικά τιμολόγια αγοράς και το ανωτέρω ποσό της πίστωσης των 16.000.000 δραχμών κατεβλήθη σε τρίμηνες τοκοχρεωλυτικές δόσεις , δυνάμει συμβατικού όρου στην από 27-10-1999 πρόσθετη αυξητική πράξη, αρχής γενομένης την 4-2-2000 και καταβληθείσας της τελευταίας δόσης την 5-11-2002, με αποτέλεσμα να επέλθει, λόγω εξοφλήσεως, η απόσβεση της οφειλής και η απαλλαγή του πρωτοφειλέτη και η ελευθέρωση των εγγυητών. Ότι, εν συνεχεία το ποσό της πίστωσης επαναχορηγήθηκε στον πιστούχο για άλλες χρήσεις και ανήλθε τελικώς στο ποσό των 900.000 ευρώ, δυνάμει άλλων πρόσθετων πράξεων, στις οποίες όμως οι ενάγοντες δεν έχουν συμβληθεί ως εγγυητές. Ότι η εναγομένη την 7-7-2014 τους κοινοποίησε την από 20-6-2014 πρόσθετη πράξη που συνυπέγραψε με τον πιστούχο για την διευκόλυνση της πληρωμής του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου της αρχικής σύμβασης πίστωσης ύψους 525.392,78 ευρώ και ισχυρίζεται ότι εξακολουθεί η εγγυητική ευθύνη τους και συνεχίζουν να ευθύνονται για την ανωτέρω αρχική σύμβαση πίστωσης έως του ποσού των 21.000.000 δραχμών και ήδη 61.628,76 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι δεν υφίσταται οφειλή τους από την με αριθμό ./10-7-1997 αρχική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 14.000.000 δραχμών και από την από 27-10-1999 πρόσθετη πράξη , με την οποία αυξήθηκε το όριο της πίστωσης μέχρι του ποσού των 16.000.000 δραχμών, λόγω απόσβεσης διά εξοφλήσεως της οφειλής, καθώς και από την από 21-8-2001 πρόσθετη πράξη , με την οποία αυξήθηκε το όριο της πίστωσης μέχρι του ποσού των 21.000.000 δραχμών, λόγω μη συμμετοχής τους ως εγγυητών σ ‘ αυτήν και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.

 

Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη και επέβαλε στους ενάγοντες την δικαστική δαπάνη της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες-εκκαλούντες, για τους λόγους που εκθέτουν στο δικόγραφο της έφεσης τους και που ανάγονται ειδικότερα σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 ΑΚ, 47 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», και 112 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση παροχής εγγύησης, για την εξασφάλιση απαιτήσεων από σύμβαση παροχής τραπεζικής πίστωσης, με ανοικτό λογαριασμό και αύξησης, στη συνέχεια, του ποσού της πίστωσης με νέα σύμβαση, που δεν καλύπτεται από την εγγύηση, ο εγγυητής ευθύνεται για το κατάλοιπο του νομίμως κλεισθέντος λογαριασμού, παρά το ότι σ' αυτόν εισήλθαν και μη ασφαλιζόμενες με την εγγύηση του απαιτήσεις και είναι πιθανό, με τις καταβολές του πρωτοφειλέτη, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του λογαριασμού, να έχουν υπερκαλυφθεί οι ασφαλιζόμενες απαιτήσεις. Τούτο δε διότι, ούτε η είσοδος στο λογαριασμό μη ασφαλιζομένων με την εγγύηση απαιτήσεων, ούτε η τυχόν κατά τη λειτουργία του ισοσκέλιση του λογαριασμού επηρεάζουν την ευθύνη του εγγυητή για το κατάλοιπο, εκτός αν η τράπεζα τήρησε, κατά τη συμφωνία των μερών, χωριστό λογαριασμό για τις εγγυημένες απαιτήσεις και χωριστό για τις μη εγγυημένες, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται, μόνον, για το κατάλοιπο του λογαριασμού, στον οποίο έχουν εισαχθεί οι καλυπτόμενες με την εγγύηση του απαιτήσεις (βλ. ΑΠ 1434/1999, ΕλλΔ/νη 2000. 706, ΑΠ 412/1999, ΕλλΔ/νη 1999. 1539). Η ενοχή για το κατάλοιπο, που προκύπτει από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης υποσχέθηκε αφηρημένα, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (ΑΠ 1790/2008, ΑΠ 1458/2006, δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1399/1997 ΕλλΔνη 39.343, ΑΠ 1524/1991 ΕλλΔ/νη 34. 313). Εξάλλου, στη σύμβαση του αλληλοχρέου λογαριασμού μπορεί να υπαχθεί και η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως. Οι δύο αυτές συμβάσεις, αν και διαστέλλονται εννοιολογικά, μπορούν να συνυπάρχουν και έτσι, παρέχουν με το συνδυασμό τους, την ευχέρεια στον συμβαλλόμενο με την τράπεζα, αφενός να κάνει χρήση της πιστώσεως του και αφετέρου να μειώσει την οφειλή του. Αυτές μπορούν να λυθούν οριστικά, αν δεν έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλομένους ο χρόνος λήξης τους, αυτοδίκαια με το θάνατο, την αφάνεια, την πτώχευση, ή κατόπιν καταγγελίας του ενός από τους συμβαλλομένους, ο οποίος δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ και 44 του ΝΔ της 13.7/17.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», να κλείσει οριστικά το λογαριασμό οποτεδήποτε το θελήσει, απευθυνόμενος στον αντισυμβαλλόμενο, που μπορεί να λάβει γνώση, οπότε το κατάλοιπο αυτού καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (ΕφΑΘ 539/2019, ΕφΑΘ 6480/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αγωγή με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα τυγχάνει μη νόμιμη στο σύνολο της. Και τούτο διότι , η τυχόν είσοδος στον ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό απαιτήσεων από μεταγενέστερες πρόσθετες πράξεις αύξησης της πίστωσης , τις οποίες δεν έχουν υπογράψει οι εγγυητές, ή οι τυχόν καταβολές κατά την διάρκεια της πίστωσης που υπερκαλύπτουν τις ασφαλιζόμενες απαιτήσεις και ισοσκελίζουν τον λογαριασμό , ουδόλως απαλλάσσουν τους εγγυητές από την ευθύνη τους για το τυχόν χρεωστικό υπόλοιπο που να προκύψει μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Ούτε , εξάλλου , η ικανοποίηση του σκοπού για τον οποίο χορηγήθηκε η πίστωση συνιστά νόμιμο λόγο απαλλαγής του πιστούχου και ελευθέρωσης των εγγυητών από την ευθύνη για την καταβολή του οριστικού καταλοίπου. Τέλος, η μη αναγραφή των ονομάτων και των προσωπικών στοιχείων των εναγόντων στην από 21-8-2001 πρόσθετη πράξη ουδόλως συνεπάγεται την ακυρότητα αυτής, αφού όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 849, 158, 159, 160 και 180 ΑΚ, αναγκαίο στοιχείο για την εγκυρότητα της δήλωσης βούλησης του εγγυητή είναι να έχει αυτή αποτυπωθεί επί εγγράφου , στο οποίο έχει τεθεί η ιδιόχειρη υπογραφή του εγγυητή, γεγονός που εν προκειμένω συντρέχει, όπως εξάλλου εκθέτουν και οι ίδιοι οι ενάγοντες στην αγωγή τους , χωρίς να αναιρείται η εγκυρότητα της από την μη αναγραφή των ονομάτων και λοιπών στοιχείων τους επί του εγγράφου, τα οποία εκ του νόμου δεν είναι αναγκαία για το κύρος της. Κατόπιν τούτων κρίνεται απορριπτέα η αγωγή ως μη νόμιμη , το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του , με τις ίδιες αιτιολογίες οδηγήθηκε στην αυτή κρίση και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη , ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Ως εκ τούτου , απορριπτόμενων των σχετικών περί του αντιθέτου λόγων της έφεσης πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να υποχρεωθούν οι εκκαλούντες ως ηττηθέντες διάδικοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1 και 191παρ.2 ΚΠολΔ), επίσης δε λόγω της ήττας των εκκαλούντων πρέπει κατά το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου ποσού 150 ευρώ , που κατατέθηκε από αυτούς κατά την άσκηση της έφεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 16-6-2019 και με αριθμό κατάθεσης ./2019 έφεση και

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ' ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων , την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης , για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, από τους εκκαλούντες με την έφεση, παραβόλου.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε την 9-6-2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Πάτρα,  την 18 Ιουνίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΠρ (ΑσφΜ) Πατρών 367/2020 Ασφαλιστικά μέτρα - Άδεια ανάληψης ποσού που έχει κατατεθεί στα χέρια τρίτου -. Κατάσχεση στα χέρια τρίτου εναντίον ΟΤΑ. Δεκτή αίτηση για να χορήγηση άδειας ανάληψης από την καθ’ ής τράπεζα ποσού που έχει κατατεθεί στα χέρια της ως τρίτης από τον λογαριασμό που τηρεί σε αυτήν ο οφειλέτης, εναντίον του οποίου επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση. Ερημοδικία καθ’ ής.

ΑΠΟΦΑΣΗ 367/2020

ΑΡ. ΕΚΘΕΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ: ./2020

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το δικαστή Μηνά Γ. Τζωρακάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με το Ν. 3327/2005 χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα, την 3 Ιουνίου 2020, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) … και 2) …, που παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Στυλιανού Λαμπρόπουλου.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86 και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ .), η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε.

 

ΟΙ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ άσκησαν εναντίον της καθ’ ης την από 18.5.2020 (αρ. εκθ. κατ. ./2020) αίτηση, που απευθύνεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτήν, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως μετά την εκφώνηση τής αιτήσεως από τη σειρά που ήταν γραμμένη στο έκθεμα οι αιτούντες παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του ζήτησε να γίνουν δεκτοί.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Οι αιτούντες με την υπό κρίση αίτηση, μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματος, ζητούν ως ασφαλιστικό μέτρο να τους χορηγηθεί η άδεια να αναλάβουν από την καθ’ ης το ποσό των 21.438,33 ευρώ, που έχει κατασχεθεί στα χέρια αυτής ως τρίτης από το λογαριασμό, που τηρεί σε αυτήν ο αναφερόμενος οφειλέτης της, εναντίον του οποίου επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. Κ.Πολ.Δ.) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 87 - 94 ν.δ. της 17-7/13-8-1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ. 3 Εισ.ΝΚ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 982 επ. Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν ερήμην, όμως, της καθ’ ης, η οποία αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της αιτήσεως από τη σειρά του εκθέματος (βλ. την αρ. .Γ/25.5. 2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών …). Το Δικαστήριο ωστόσο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 696 παρ. 1 και 2, 699 ΚΠολΔ).

 

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, πιθανολογούνται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 25.2.2020 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου εναντίον του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' βαθμού με την επωνυμία «Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας», που εδρεύει στην Αρχαία Ολυμπία και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο του, ως καθολικό διάδοχο του Δήμου Φολόης Ηλείας, ο οποίος καταργήθηκε δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 2 15Α5 του Ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α' 87), το οποίο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 983 παρ. 2 ΚΠολΔ) στον άνω οφειλέτη των αιτούντων και στην καθ'ής (βλ. τις αρ. .Δ/26.2.2020 και .Γ/3.3.2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Πατρών …) επιτάχθηκε η τελευταία (καθ’ ης) να καταβάλει ως τρίτη κάθε απαίτηση του παραπάνω οφειλέτη τους, απορρέουσα από οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης διατηρείται σε αυτή επ' ονόματι του και δη κάθε χρηματικό ποσό, το οποίο τυγχάνει κατατεθειμένο σε τηρούμενους λογαριασμούς μέχρι του ποσού των 21.438,33 ευρώ, ήτοι μέχρι του ποσού των 15.700,58 ευρώ για τον πρώτο αιτούντα και του ποσού των 5.737,75 ευρώ για το δεύτερο αιτούντα. Η κατάσχεση αυτή επιβλήθηκε κατά του άνω οφειλέτη εις χείρας της καθ’ ης δυνάμει α) της αρ. ΔΔΠ./2018 διαταγής πληρωμής του Διοικητικού Εφετείου Πατρών και της κάτωθι του από 13.2. 2018 αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού αυτής από 12.2.2020 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε ο άνω οφειλέτης να καταβάλει στον … α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 15.091,72 ευρώ. β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσό 331,88 ευρώ, γ) για έξοδα σύνταξης της επιταγής και παραγγελία προς επίδοση ποσό 72,65 ευρώ και δ) για έξοδα επίδοσης της επιταγής ποσό 49,95 ευρώ, ήτοι και συνολικά 15.700,58 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ποσού 154,38 ευρώ για έξοδα σύνταξης και επίδοσης του άνω κατασχετηρίου και στον … α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 5.515,25 ευρώ, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσό 121,28 ευρώ, γ) για έξοδα σύνταξης της επιταγής και παραγγελία προς επίδοση ποσό 26,55 ευρώ και δ) για έξοδα επίδοσης της επιταγής ποσό 18,25 ευρώ, ήτοι συνολικά 5.737,75 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ποσού 154,38 ευρώ για έξοδα σύνταξης και επίδοσης του κατασχετηρίου. Κατόπιν αυτών την 3.3.2020, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ, η καθ’ ης προέβη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών στην με αριθμό 385/2020 (θετική) Δήλωση Τρίτου βεβαιώνοντας ότι έχει στα χέρια της το χρηματικό ποσό των 21.438,33 ευρώ κατατεθειμένο σε λογαριασμό καταθέσεως (ΔΗΜΟΣΙΟΥ-ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ) του άνω οφειλέτη στο υποκατάστημα (438) της καθ’ ης και δέσμευσε το ως άνω ποσό υπέρ των επισπευδόντων αιτούντων. Εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι δεν έχει ασκηθεί ανακοπή ούτε έχει χωρήσει καθοιονδήποτε τρόπο αναστολή της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως ούτε επίσης η επιβολή στα χέρια της καθ’ ης ως τρίτης άλλων κατασχέσεων από τρίτους για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους σε βάρος του ως άνω καθ1 ου η εκτέλεση οφειλέτη πέραν της αναφερόμενης στο περιεχόμενο της άνω δήλωσης της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών (βλ. και το αρ. πρωτ. ΓΠ ./10.3.2020 έγγραφο του Διοικητικού Εφετείου Πατρών). Ενόψει των ανωτέρω η αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε δυνάμει του ανωτέρω κατασχετηρίου και δεν έχει ανασταλεί μπορεί να συνεχισθεί κανονικά από τους αιτούντες, οι οποίοι δικαιούνται τα ως άνω ποσά ώστε η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν θα οριστεί διότι δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατ' άρθρο 699 ΚΠολΔ (βλ. σχ. ΕφΑθ 2286/2016 ΕΦΑΔ 2017.675), ενώ διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν θα περιληφθεί ελλείψει σχετικού αιτήματος.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην της καθ’ ης.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΠΑΡΕΧΕΙ την άδεια στους αιτούντες να προβούν στην ανάληψη του συνολικού ποσού των είκοσι μίας χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (21.438,33), το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο στο λογαριασμό (ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ) με δικαιούχο τον οφειλέτη Ο.Τ.Α. με την επωνυμία Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας στο υποκατάστημα (438) της καθ’ ής τράπεζας, που δέσμευσε αυτή με την υπ' αριθμ. ./2020 καταφατική δήλωση της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών και συγκεκριμένα α) ο πρώτος αιτών … να αναλάβει το ποσό των 15.700,58 ευρώ και β) ο … να αναλάβει το ποσό των 5.737,75 ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Πάτρα σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 4 Ιουνίου 2020 απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου των αιτούντων με την παρουσία της γραμματέως Γεωργίας Κωνστανταροπούλου.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤρΕφΠατρών 89/2020 Σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό - Υπερημερία οφειλέτη - Σύμβαση ρύθμισης οφειλής - Διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας -. Κατάρτιση σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Υπερημερία οφειλέτη και σύναψη σύμβασης ρύθμισης οφειλής. Μεταβίβαση λόγω δωρεάς σε συγγενικό πρόσωπο περιουσιακών στοιχείων. Αποδείχθηκε ότι η επίδικη απαλλοτριωτική δικαιοπραξία έγινε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας. Απαγγελία υπέρ της ενάγουσας ολικής διάρρηξης της εν λόγω απαλλοτριωτικής πράξης (δωρεάς εν ζωή).

Αριθμός απόφασης 89/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ανδρέα Κακολύρη, Πρόεδρο Εφετών, Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτη και Αγγελική Τσώλα, Εφέτη - Εισηγήτρια - και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.



Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9-5-2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



Της Εκκαλούσας - Ενάγουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πιτσούνη.



Των Εφεσίβλητων - Εναγομένων: 1) …  και 2) …, αμφοτέρων κατοίκων Αμαλιάδας, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Κρινιώς Τσάφα.



Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 28/7/2011 (αρ. εκθ. καταθ. ./2011) αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας (τακτική διαδικασία) που στρέφεται εναντίον των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.



Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 35/2015 οριστική απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα με την από 20/12/2017 (αρ. εκθ. καταθ. ./27-12-2017) έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.





ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ





Η υπό κρίση από 20/12/2017 (αρ. εκθ. καταθ. ./27-12-2017) έφεση της ενάγουσας κατά της υπ' αριθμ. 35/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α', 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο παράβολο ποσού 200,00 € (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).



Η ενάγουσα άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας την από 28/7/2011 (αρ. εκθ. καταθ. ./2011) αγωγή της εναντίον των εναγομένων, με την οποία ισχυρίστηκε, ότι, δυνάμει της υπ' αριθμ. ./31-8-2006 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου, χορήγησε στον τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, της οποίας αυτός έκανε χρήση. Ότι επειδή οι απορρέουσες από την προαναφερομένη σύμβαση οφειλές (ληξιπρόθεσμες και μη) του πρώτου εναγομένου είχαν συσσωρευθεί και ανήρχοντο την 25η/8/2007 συνολικώς στο ποσό των 29.864,56 ευρώ τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν στη σύναψη μεταξύ τους της υπ' αριθμ. ./19-8-2008 σύμβασης περί ρύθμισης οφειλής, με την οποία ο πιστούχος-πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε και αναγνώρισε την οφειλή του εκ 29.864,56 ευρώ ενώ συμφώνησαν να ρυθμίσουν την οφειλή και να γίνει η εξόφληση της κατά το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας και σύμφωνα με τους αναφερόμενους ειδικότερους όρους της σύμβασης αυτής. Ότι για την παρακολούθηση της ως άνω οφειλής τηρήθηκε στο υποκατάστημα της στην Αμαλιάδα ο υπ' αριθμ. … λογαριασμός ο οποίος, στις 20/1/2011 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του πρώτου εναγομένου ύψους 29.595 ευρώ. Ότι επειδή ο πρώτος εναγόμενος αθέτησε τους όρους της άνω σύμβασης ρύθμισης οφειλής και κατέστη υπερήμερος, με το από 20/1/2011 έγγραφο υπό τον τίτλο «ΕΞΩΔΙΚΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ-ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ» που κοινοποίησε σε αυτόν (πρώτο εναγόμενο) στις 25/1/2011, κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση ρύθμισης οφειλής και έκλεισε τον προαναφερόμενο λογαριασμό, ο οποίος κατά την ημεροχρονολογία αυτή εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του ύψους 29.595 ευρώ. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του υπ' αριθμ. ./1-12-2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας … που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαλιάδας, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη, αδελφή του, λόγω δωρεάς εν ζωή, και κατά πλήρη κυριότητα το  ιδανικό του μερίδιο επί των περιγραφομένων λεπτομερώς κατά θέση, έκταση και όρια οριζόντιων ιδιοκτησιών (δύο τον αριθμό) αγοραίας αξίας 14.000 ευρώ. Ότι η εν λόγω δικαιοπραξία, μετά την οποία ο πρώτος εναγόμενος στερείται παντελώς εμφανούς περιουσίας, έγινε με πρόθεση βλάβης της (ενάγουσας), διότι ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα, αφενός μεν ότι είναι οφειλέτης της, αφού η απαίτηση του ήταν ήδη γεγενημένη και ανήρχετο κατά το χρόνο της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας στο ποσό των 28.815,61 ευρώ, αφετέρου δε ότι με την απαλλοτρίωση των μοναδικών περιουσιακών του στοιχείων θα περιέλθει σε οικονομική αδυναμία και δεν θα έχει πλέον τη δυνατότητα να ικανοποιήσει την άνω απαίτηση της και ότι η δεύτερη εναγομένη γνώριζε το σκοπό του τελευταίου.  Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, ζήτησε α) να απαγγελθεί υπέρ αυτής η διάρρηξη της προσβαλλόμενης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και β) να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, ήτοι αυτή που ήταν πριν από την απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την αγωγή αυτή κατά την τακτική διαδικασία, με την υπ' αριθμ. 35/2015 οριστική απόφαση του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη (εκτός από το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν από την απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα στο σκεπτικό της απόφασης εκείνης) και στη συνέχεια απέρριψε  αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.   Η ενάγουσα άσκησε στο Δικαστήριο τούτο την από 20/12/2017 (αρ. εκθ. καταθ. ./27-12-2017) έφεση της εναντίον των εναγομένων, με την οποία ζητεί, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων (μία από κάθε πλευρά) που δόθηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και περιέχονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ.  .31-8-2006 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, η πρώτη χορήγησε στον τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, της οποίας αυτός έκανε χρήση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι απορρέουσες από την ως άνω σύμβαση οφειλές (ληξιπρόθεσμες και μη) του πρώτου εναγομένου είχαν συσσωρευθεί και ανήρχοντο στις 25/8/2007 συνολικώς στο ποσό των 29.864,56 ευρώ και για το λόγο αυτό η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος προέβησαν στη σύναψη μεταξύ τους της υπ' αριθμ. ./19-8-2008 σύμβασης ρύθμισης οφειλής, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε και αναγνώρισε την ως άνω οφειλή του εκ 29.864,56 ευρώ ενώ συμφώνησαν να ρυθμίσουν την εν λόγω οφειλή και να γίνει η εξόφληση της κατά το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας σύμφωνα με τους ειδικότερους αναφερόμενους όρους. Όμως, ο πρώτος εναγόμενος αθέτησε τους όρους της ανωτέρω σύμβασης και κατέστη υπερήμερος ενώ ο υπ' αριθμ. … λογαριασμός που τηρείτο για την παρακολούθηση της οφειλής στις 20/1/2011 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εκ 29.595 ευρώ. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα, με το από 20/1/2011 έγγραφο υπό τον τίτλο «ΕΞΩΔΙΚΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ», που κοινοποίησε στον πρώτο εναγόμενο στις 25/1/2011 (βλ. την υπ' αριθμ. ./25-1-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αμαλιάδας …), κατήγγειλε τη σύμβαση ρύθμισης οφευλής, και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το ποσό του δανείου εκ 29.595 ευρώ, ενώ έκλεισε τον προαναφερόμενο λογαριασμό ο οποίος κατά την κρίσιμη ημεροχρονολογία (25/1/2001) εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του πρώτου εναγομένου εκ 29.595 ευρώ. Ακόμη αποδείχθηκε ότι, πριν από την καταγγελία της προαναφερόμενης σύμβασης ρύθμισης οφειλής και το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού που τηρείτο για την παρακολούθηση της οφειλής και ενώ είχαν ήδη συντελεστεί τα παραγωγικά περιστατικά της απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος του πρώτου εναγομένου και δη η κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης και η χορήγηση της πίστωσης, καθώς και η κατάρτιση της σύμβασης ρύθμισης οφειλής, ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του υπ' αριθμ. ./1-12-2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας … που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαλιάδας, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς εν ζωή, στη δεύτερη εναγομένη, αδελφή του, τα κάτωθι περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία ήταν τα μοναδικά εμφανή περιουσιακά στοιχεία που είχε στην κυριότητα του. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη το ιδανικό μερίδιο των 3/24 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών, που είχαν περιέλθει στον δικαιοπάροχο του και πατέρα του, … του ., ως ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία και τις οποίες αυτός (πρώτος εναγόμενος) απέκτησε με την υπ' αριθμ. ./2010 πράξη αποδοχής κληρονομιάς - τροποποίησης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ως άνω Συμβολαιογράφου ως ένα (ενιαίο) ακίνητο χωρίς αλλοίωση του υφισταμένου εμπραγμάτου δικαιώματος, ήτοι: α) του υπό στοιχείο Α-2 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου πάνω από το ισόγειο πολυκατοικίας, κτισμένης σε οικόπεδο εκτάσεως 443 τ.μ., που βρίσκεται εντός της Αμαλιάδας, στη συμβολή των οδών …, εμβαδού 40,30 τ.μ., το οποίο αποτελείται από ένα δωμάτιο, κουζίνα και λουτρό και συνορεύει βόρεια με το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, νότια με την οδό ., ανατολικά εν μέρει με κοινόχρηστο χώρο οικοδομής και εν μέρει με το υπό στοιχείο Α-3 διαμέρισμα του ιδίου ορόφου και δυτικά με την οδό . και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 30/1000 εξ αδιαιρέτου και β) του υπό στοιχείο Β-2 διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου της ιδίας πολυκατοικίας, το οποίο αποτελείται από κουζίνα, δωμάτιο και λουτρό και συνορεύει βόρεια με το υπό στοιχείο Β-1 διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, νότια με τη δημοτική οδό ., ανατολικά εν μέρει με κοινόχρηστο χώρο οικοδομής και εν μέρει με το υπό στοιχείο Β-3 διαμέρισμα του ιδίου ορόφου και δυτικά με την οδό . εμβαδού 54,70 τ.μ., το οποίο έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 41/1000 εξ αδιαιρέτου. Η αξία της πλήρους κυριότητας του ιδανικού μεριδίου των μεταβιβασθέντων ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών κατά το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, όπως εκτιμήθηκε από την αρμόδια οικονομική εφορία και αναφέρεται στη συμβολαιογραφική πράξη   απαλλοτρίωσης, ανέρχεται στο ποσό των 6.253,51 ευρώ, που ταυτίζεται με την αγοραία αξία του κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγομένους, η οποία (αξία) υπολείπεται της απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου. Τούτων δοθέντων, αποδείχθηκε ότι η επίδικη απαλλοτριωτική πράξη (δωρεά εν ζωή) από τον πρώτο εναγόμενο προς τη δεύτερη εναγομένη έγινε με πρόθεση για να βλάψει τα συμφέροντα της ενάγουσας, καθότι ο πρώτος εναγόμενος σαφώς γνώριζε κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα, αφενός μεν ότι είναι οφειλέτης της ενάγουσας, αφού υπήρχαν ήδη τα παραγωγικά περιστατικά της απαίτησης της, αφετέρου δε ότι με την απαλλοτρίωση των μοναδικών περιουσιακών του στοιχείων θα καταστεί αφερέγγυος και θα περιέλθει σε οικονομική αδυναμία και δεν θα έχει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει την απαίτηση της αυτή, γεγονός το οποίο αποδέχθηκε. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου ότι η εν λόγω απαλλοτριωτική πράξη καταρτίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του προς τη δεύτερη εναγομένη, αδελφή του και σε αντάλλαγμα για την πληρωμή από μέρους της τελευταίας των χρεών της κληρονομιάς του αποβιώσαντος πατρός τους κατά το μέρος που βάρυναν το κληρονομικό του μερίδιο, διότι η εκπλήρωση μιας τέτοιας υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη της δανείστριας τράπεζας ούτε τη μη εκπλήρωση των ενοχικών του υποχρεώσεων προς αυτήν και σε κάθε περίπτωση αυτή έπεται των εν λόγω υποχρεώσεων του. Τέλος, όσον αφορά  την υπ' αριθμ. 170/2017 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας, με την οποία οι εναγόμενοι, κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς της ενάγουσας σε βάρος τους, απηλλάγησαν των αποδιδόμενων σε αυτούς αξιοποίνων πράξεων α) της καταδολίευσης δανειστών ο πρώτος και β) της άμεσης συνέργειας στην ως άνω πράξη, η δεύτερη  λόγω αμφιβολιών του ποινικού Δικαστηρίου ως προς το δόλο των κατηγορουμένων (σύμφωνα με το σκεπτικό του) ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην παρούσα δίκη, προκύπτει το αμετάκλητο της εν λόγω απόφασης. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι η επίδικη απαλλοτριωτική δικαιοπραξία από τον πρώτο εναγόμενο προς τη δεύτερη εναγομένη έγινε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, καθώς και ότι η αξία του ιδανικού μεριδίου των μεταβιβασθέντων ακινήτων υπολείπεται της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του πρώτου εναγομένου, χωρίς να ερευνάται η γνώση της δεύτερης εναγομένης, αφού η επίδικη απαλλοτριωτική πράξη προς αυτήν έγινε από χαριστική αιτία (λόγω δωρεάς) (άρθρο 942ΑΚ), πρέπει να απαγγελθεί υπέρ της ενάγουσας η ολική διάρρηξη της εν λόγω απαλλοτριωτικής πράξης (δωρεάς εν ζωή). Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά την επίδικη απαλλοτρίωση δεν ενήργησε με πρόθεση (δόλο) για να βλάψει τα συμφέροντα της ενάγουσας και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο σχετικό λόγο εφέσεως και πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) να δικαστεί κατ’ ουσίαν η αγωγή και να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να απαγγελθεί υπέρ της ενάγουσας η διάρρηξη της επίδικης απαλλοτριωτκής δικαιοπραξίας (δωρεάς εν ζωή) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, οι εναγόμενοι λόγω της ήττας τους πρέπει να υποχρεωθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176,183,189 παρ. 1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.





ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ





Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.



Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ' αριθμ. 35/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας.



Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ' ουσίαν την από 28/7/2011 (αριθμ.έκθ.καταθ. ./2011) αγωγή.



Δέχεται την αγωγή.



Απαγγέλλει υπέρ της ενάγουσας τη διάρρηξη της, διά του υπ' αριθμ. ./1-12-2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας … που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαλιάδας στον τόμο . με αριθμό ., καταρτισθείσας μεταξύ των εναγομένων καταδολιευτικής δικαιοπραξίας (δωρεάς εν ζωή), δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκε από τον πρώτο εναγόμενο προς τη δεύτερη εναγομένη, αιτία δωρεάς εν ζωή, και κατά πλήρη κυριότητα το ιδανικό μερίδιο του των 3/24 εξ αδιαιρέτου επί των υπό στοιχεία (Α-2) και (Β-2) περιγραφομένων λεπτομερώς στο συμβόλαιο αυτό, κατά θέση, έκταση, όρια και προέλευση οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων). Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε 1.100,00 € (χίλια εκατό ευρώ).



Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.



Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις........2020 με την παραπάνω σύνθεση. Επειδή ένα μέλος της σύνθεσης η Εφέτης Αγγελική Τσώλα μετατέθηκε η παρούσα δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα στις....Ιουνίου 2020 με την παρακάτω σύνθεση αποτελούμενη από τους: Ανδρέα Κακολύρη, Πρόεδρο Εφετών, Σαλώμη Μούζουρα και Γεώργιο Ανδρεάδη, Εφέτες, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.





Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΠρΠατρών 9/2019 Ειδοποίηση διακοπής ηλεκτροδότησης ακινήτου - Δημοτικά τέλη καθαριότητας - Ανακοίνωση δίκης - Πρόσθετη παρέμβαση -. Λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος ο οποίος μεταξύ άλλων περιέχει ειδοποίηση διακοπής ηλεκτροδότησης ακινήτου και ποσό το οποίο αφορά δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού. Απόρριψη αγωγής με την οποία προβάλλεται ότι το ανωτέρω τέλος έχει επιβληθεί παρανόμως και ζητείται να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται να καταβάλει στην εναγομένη ΔΕΗ τα ποσά που αφορούν δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού και να υποχρεωθεί η εναγομένη να παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στο επίδικο ακίνητο. Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης. Φορέας της ένδικης αξίωσης σχετικά με τα ανταποδοτικά δημοτικά τέλη είναι ο δήμος υπέρ του οποίου επιβάλλονται και όχι η ΔΕΗ. Για την αμφισβήτηση της οφειλής από δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού δύναται να χωρήσει προσφυγή κατά του οικείου δήμου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Έλλειψη έννομου συμφέροντος. Η εναγομένη δεν έχει σταματήσει να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια στο ακίνητο, αλλά επίκειται η διακοπή. Μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής, παρέλκει η εξέταση της ανακοίνωσης της δίκης καθώς και της συνεκδικαζόμενης πρόσθετης παρέμβασης.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός απόφασης 9/2019

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αντώνιο Αλαπάντα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μιχαήλ Τσέφα, Πρωτόδικη και Γεωργία Ανδρέου, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 13η Φεβρουάριου 2018, για να δικάσει την υπόθεση:

 

Ι. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανωνύμου βιομηχανικής εταιρίας με την επωνυμία «……… Α.Β.Ε.Ε.», που εδρεύει στην Πάτρα (οδός ………, αρ. …-…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Γούναρη.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Χαλκοκονδύλη, αρ. 30) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Παπαδόπουλου.

 

ΙΙ. ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Χαλκοκονδύλη, αρ. 30) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Παπαδόπουλου.

 

ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δήμου Δυτικής Αχαΐας, που εδρεύει στην Κάτω Αχαΐα (οδός Σώσου Ταύρομενέως, αρ. 50) και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Απόστολου Κυριαζή.

 

ΙΙΙ. TOY ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δήμου Δυτικής Αχαΐας, που εδρεύει στην Κάτω Αχαΐα (οδός Σώσου Ταυρομεν έως, αρ. 50) και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Απόστολου Κυριαζή.

 

ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Χαλκοκονδύλη, αρ. 30) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Παπαδόπουλου.

 

ΤΗΣ ΚΑΘʼ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανωνύμου βιομηχανικής εταιρίας με την επωνυμία «……… Α.Β.Ε.Ε.», που εδρεύει στην Πάτρα (οδός ………, αρ. …-…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Γούναρη.

 

Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ ΖΗΤΕΙ να γίνει δεκτή η από 14-3-2015 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./16-3-2015 και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 2-2-2016, οπότε και αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 4-10-2016, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο της 21-3-2017, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο της 21-11-2017, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑ ΖΗΤΕΙ να γίνει δεκτή η από 4-10-2016 προσεπίκλησή της, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./4-10-2016 και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 21-3-2017, οπότε και αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 21-11-2017, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Η ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΓΙΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ ΖΗΤΕΙ να γίνει δεκτή η από 14-9- 2017 πρόσθετη παρέμβασή της, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./18-9-2017 και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 21-11-2017, οπότε και αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Οι φερόμενες προς συζήτηση: α) η από 14-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./16-3-2015 αγωγή, β) η από 4-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./4-10-2016 προσεπίκληση σε παρέμβαση - ανακοίνωση δίκης και γ) η από 14-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./18-9-2017 πρόσθετη παρέμβαση, που απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν και υπάγονται στην ίδια διαδικασία πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και της μεταξύ τους σχέσης κυρίου - παρεπόμενου (άρθρα 246 και 285 ΚΠολΔ), αφού η συνένωση και η συνεκδίκαση τους συνεπάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, καθώς και μείωση των εξόδων της (ΑΠ 1134/2014 ΧρΙΔ 2015. 132).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 25/1975, «1. Τα κατά την κείμενην νομοθεσίαν οφειλόμενα τέλη καθαριότητος και αποκομιδής απορριμάτων και φωτισμού υπέρ των δήμων και κοινοτήτων καθορίζονται διʼ έκαστον εστεγαζόμενον η μη χώρον ανά μετρητήν παροχής ηλεκτρικού ρεύματος προς φωτισμόν παρά την ΔΕΗ και εξευρίσκεται δια πολλαπλασιασμού των τετραγωνικών μέτρων της επιφάνειας του χώρου τούτου επί συντελεστήν οριζόμενον εις ακεραίας μονάδας δραχμών δι' αποφάσεως δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του νομάρχου. 2. Η ως άνω απόφασις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, λαμβανομένη κατά τον μήνα Οκτώβριον, κοινοποιείται εις την ΔΕΗ μέχρι την 30η Νοεμβρίου εκάστου έτους, ο δε εν αυτή οριζόμενος συντελεστής ισχύει από 1η του μήνα Ιανουαρίου του επόμενου έτους, διʼ εν πλείονα ημερολογιακά έτη οριζόμενα εν τη αυτή αποφάσει, επιφυλασσόμενης της ισχύος της επομένης παραγράφου. (....) 9. Η κατά το παρόν άρθρον οριστική βεβαίωσις των τελών συντελείται μόνον δι' εγγραφής του υποχρέου εις τον οικείον κατάλογον της ΔΕΗ επί τη βάσει της υπό του άρθρου 2 του παρόντος προβλεπόμενης δηλώσεως, μη απαιτουμένης συντάξεως χρηματικού καταλόγου υπό του δήμου ή της κοινότητας.». Κατά το άρθρο 4 του ιδίου νόμου, «1. Τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού βαρύνουν τον υπόχρεον εις πληρωμήν του λογαριασμού καταναλισκώμενου ηλεκτρικού ρεύματος και συνεισπράττονται, μετ' αυτού, ενιαίως υπό της ΔΕΗ δια δόσεων ίσων προς τον αριθμόν των εκδιδόμενων κατ' είδος λογαριασμόν. 2. (....) Αι εκ των τελών καθαριότητος και φωτισμού πραγματοποιούμεναι από την ΔΕΗ εισπράξεις αποδίδονται εις τον δικαιούχον δήμον ή κοινότητα βάσει σχετικής εκκαθαριστικής καταστάσεως εντός του τρίτου μηνός από της λήξεως του μηνός εις τον οποίον λογιστικώς ανήκουν οι λογαριασμοί.(....)», ενώ, κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου, «Εν περιπτώσει αρνήσεως του υποχρέου προς καταβολήν του παρόντος νόμου τέλους, η ΔΕΗ προέρχεται εις διακοπήν του ρεύματος,, μη επαναχορηγούσα τούτο μέχρις εξοφλήσεως του οφειλομένου τέλους. Εφόσον δεν ήθελε ζητηθεί η επαναχορήγησις του ηλεκτρικού ρεύματος, η ΔΕΗ γνωστοποιεί τούτο εις τον δικαιούχον των τελών δήμον ή κοινότητα, μετά την διαγραφήν του καταναλωτού δια την, μερίμνην αυτού και κατά την κείμενην νομοθεσία, είσπραξιν των εν λόγω οφειλών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 1080/1980, «1. Δια της υπό του δήμου ή κοινότητας παρεχόμενης υπηρεσίας καθαριότητας των οδών, πλατειών ή κοινοχρήστων εν γένει χώρων, της περισυλλογής, αποκομιδής και διαθέσεως απορριμάτων, ως και της κατασκευής και λειτουργίας κοινοχρήστων αφοδευτηρίων, επιβάλλεται τέλος οριζόμενον δι' αποφάσεως του συμβουλίου, υποκείμενης εις την έγκρισιν του νομάρχου.(...)». Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 11 (12) Ν. 1828/1989, ορίσθηκε ότι: «Τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 ΒΔ 24-9/20-10-1958 (ΦΕΚ Α' 171) και του άρθρου 4 Ν. 1080/1980 (ΦΕΚ Α' 246) ενοποιούνται σε ενιαίο ανταποδοτικό τέλος. Το τέλος αυτό επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για την αντιμετώπιση των δαπανών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από παγίως παρεχόμενες στους πολίτες δημοτικές ή κοινοτικές υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα. Για τον καθορισμό του συντελεστή του τέλους και την διαδικασία βεβαίωσης είσπραξης του τέλους αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 25/1975, όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 429/1976 και το άρθρο 5 Ν. 1080/1980». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 β' Ν. 3979/2011 (ΦΕΚ Α' 138), «Τα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του Ν. 25/1975, ο φόρος ηλεκτροδοτούμενων χώρων του άρθρου 10 Ν. 1080/1980 και το τέλος ακίνητης περιουσίας του άρθρου 24 Ν. 2130/1993 βαρύνουν τον υπόχρεο σε πληρωμή του λογαριασμού καταναλισκόμενου ρεύματος και συνειπράττονται από την ΔΕΗ ή από τον εναλλακτικό προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος, σε δόσεις ίσες προς τον αριθμό ετήσιων λογαριασμών. Για τον σκοπό αυτό εκδίδεται ενιαίος λογαριασμός για κάθε υπόχρεο. Αν ο υπόχρεος δεν καταβάλλει τα ανωτέρω συνειπραττόμενα ποσά, ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας προβαίνει σε διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος και δεν το επανασυνδέει μέχρι να εξοφληθεί το οφειλόμενο ποσό. Αν δεν ζητηθεί από τον υπόχρεο η επανασύνδεση του ρεύματος μέσα σε τρεις μήνες από την διακοπή του, ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας γνωστοποιεί στον οικείο δήμο τα στοιχεία των οφειλών του, προκειμένου αυτός να προβεί στην είσπραξή τους. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις των Ν/ 429/1976, 1080/1980 και 2130/1993».

 

Με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει: Ότι δραστηριοποιείται στον τομέα της οινοποιίας - ποτοποιίας και στεγάζει τις εγκαταστάσεις της σε εργοστάσιο, εκτάσεως 14.500 τ.μ., ευρισκόμενο στην θέση «………» Κάτω Αχαΐας, εκτός σχεδίου πόλεως, σε ζώνη οικιστικού ελέγχου. Ότι τμήμα αυτών των εγκαταστάσεων ηλεκτροδοτείται από την εναγόμενη με σύνδεση με αριθμό παροχής υπ' αρ. ………. Ότι, στον υπ' αρ. ……… λογαριασμό παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, που αφορά περίοδο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος από 1-12-2014 έως 1-1-2015 και περιέχει ειδοποίηση επικείμενης διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, περιλαμβάνεται ποσό 9.006 ευρώ το οποίο αφορά δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού. Ότι το ανωτέρω τέλος έχει επιβληθεί παρανόμως, χωρίς προηγούμενη απόφαση δημοτικού συμβουλίου και χωρίς απόφαση με την οποία να διαπιστώνεται η ανάγκη επέκτασης των υπηρεσιών καθαριότητας και στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές. Για τους λόγους αυτούς ζητεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται να καταβάλει στην εναγομένη τα περιεχόμενα στους έως την άσκηση της αγωγής εκδοθέντες λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος ποσά που αφορούν μη νομίμως επιβληθέντα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στο ανωτέρω ακίνητο της ενάγουσας, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18, 33 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Πλην όμως, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη στο σύνολο της. Ειδικότερα, ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ανυπαρξίας της οφειλής της ενάγουσας από παρανόμως επιβληθέντα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως προς την εναγομένη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, καθότι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, φορέας της ένδικης αξίωσης, η οποία αφορά ανταποδοτικά δημοτικά τέλη, τυγχάνει ο οικείος δήμος υπέρ του οποίου επιβάλλεται (εν προκειμένω, ο Δήμος Δυτικής Αχαΐας) και όχι η εναγόμενη, η οποία είναι μόνο αρμόδια για την είσπραξή τους και απόδοσή τους στον εν λόγω φορέα της αξίωσης, σε περίπτωση δε μη καταβολής τους η επιδίωξη της είσπραξής τους δεν ανατίθεται στην εναγομένη, αλλά στον φορέα της αξίωσης δήμο, στον οποίο η εναγόμενη υποχρεούται να διαβιβάσει τα στοιχεία της οφειλής, ενώ μόνη δυνατότητα και, συγχρόνως, υποχρέωση της εναγόμενης αποτελεί η διακοπή της ηλεκτροδότησης. Συνεπώς, για την αμφισβήτηση της οφειλής από δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού, η οποία, σημειωτέον, συνιστά διοικητική διαφορά ουσίας, δύναται να χωρήσει προσφυγή κατά του οικείου δήμου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (ΔεφΠειρ 1975/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑΘ 4901/2012 ΕφΑΔ 2012.573). Ως προς το αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη να ηλεκτροδοτεί το ακίνητο της ενάγουσας, τούτο τυγχάνει απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι δεν εκτίθεται στο κείμενο της αγωγής ότι η εναγομένη έχει σταματήσει να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια στο ανωτέρω ακίνητο, μόνο ότι επίκειται η διακοπή, χωρίς να συντρέχουν εν προκειμένω οι εκ του άρθρου 69 ΚΠολΔ περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις παροχής προληπτικής δικαστικής προστασίας.

 

Με την από υπό κρίση προσεπίκληση - ανακοίνωση δίκης, η προσεπικαλούμενη ανακοινώνει στον προσεπικαλούμενο την εκκρεμή σε βάρος της δίκη που ανοίχθηκε με την κρινόμενη αγωγή, καλώντας τον να παρέμβει σε αυτήν υπέρ της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση ανακοίνωση δίκης, όπως ορθότερα κρίνεται η παρούσα, καθότι δεν συντρέχει κάποιος εκ τους περιοριστικά αναφερόμενους στα άρθρα 86-88 ΚΠολΔ νόμιμους λόγους προσεπίκλησης, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 31 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζομένη στο άρθρο 91 ΚΠολΔ. Πλην όμως, κατόπιν της απορρίψεως της κύριας αγωγής και της συνακόλουθης, εκ του λόγου αυτού, περάτωσης της κύριας δίκης, παρέλκει η περαιτέρω κατ' ουσίαν εξέτασή της, καθότι αυτή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα και εξετάζεται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής (βλ, ΑΠ 1206/1989 ΔΕΝ 1990.1187, ΠΠΑΘ 549/2016 ΝοΒ 2016.916).

 

Με την κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση, ο προσθέτως παρεμβαίνων Δήμος Δυτικής Αχαΐας παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ της εναγομένης, ζητώντας να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή, επικαλούμενος έννομο συμφέρον. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η πρόσθετη παρέμβαση αρμοδίως ασκείται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 31 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις του άρθρου 80 ΚΠολΔ. Πλην όμως, κατόπιν της απορρίψεως της κύριας αγωγής, παρέλκει η κατ' ουσίαν εξέταση της συνεκδικαζόμενης πρόσθετης παρέμβασης, αφού η τελευταία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 80 ΚΠολΔ, δεν ανοίγει νέα δίκη, καθώς δεν περιέχει αυτοτελές αίτημα δικαστικής προστασίας, συνεπώς, με την περάτωση της κύριας δίκης, καταργείται και η δίκη που δημιουργείται με την πρόσθετη παρέμβαση, η οποία δεν έχει αυτοτελές, αλλά παρακολουθηματικό ως προς την κύρια δίκη χαρακτήρα (βλ. ΕφΠειρ 111/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑΘ 1012/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑΘ 1346/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω, πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολο της, ενώ οι συνεκδικαζόμενες με αυτήν ανακοίνωση δίκης και πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ' αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 14-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./16-3-2015 αγωγή, β) την από 4-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./4-10-2016 προσεπίκληση σε παρέμβαση - ανακοίνωση δίκης και γ) την από 14-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./18-9-2017 πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την ανακοίνωση δίκης.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Πάτρα στις 8 Ιανουαρίου 2019.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα στις 11 Ιανουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ