Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

ΣτΕ Δ΄ Τμ. 3046/2017 επταμ. Αλλοδαποί – Έκδοση – Άσυλο – ΥΑ περί έκδοσης (στη Ρωσία) – Ένδικη προστασία – Δικαιοδοσία ΣτΕ - Σχέση μεταξύ της διαδικασίας έκδοσης και της διαδικασίας χορήγησης διεθνούς προστασίας

ΣτΕ Δ΄ Τμ. 3046/2017 επταμ. Αλλοδαποί – Έκδοση – Άσυλο – ΥΑ περί έκδοσης (στη Ρωσία) – Ένδικη προστασία – Δικαιοδοσία ΣτΕ - Σχέση μεταξύ της διαδικασίας έκδοσης και της διαδικασίας χορήγησης διεθνούς προστασίας Πηγή: /www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Η έκδοση στην Ρωσική Ομοσπονδία των καταδιωκομένων για εγκλήματα ή καταζητουμένων προκειμένου να εκτίσουν ποινή διέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957 –η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον 
ν. 4165/1961 και ετέθη σε ισχύ ως προς την Ρωσική Ομοσπονδία από 9.3.2000, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης–, και από την από 21.5.1981 Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ε.Σ.Δ.Δ., η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 1242/1982 και διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του από 13.12.1995 Πρωτοκόλλου μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας – Για τη ρύθμιση ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τις ως άνω διεθνείς συμβάσεις, εφαρμόζεται συμπληρωματικώς ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ. - π.δ. 258/1986) στα άρθρα 436 επ. του οποίου διαρθρώνεται η διαδικασία της εκδόσεως σε δύο φάσεις: Κατά την πρώτη φάση, ανατίθεται σε όργανα της δικαστικής εξουσίας (Συμβούλιο Εφετών, και, επί εφέσεως, Άρειος Πάγος σε συμβούλιο), με προφανή σκοπό την εξασφάλιση μειζόνων εγγυήσεων, η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις διατάξεις του Κώδικα ή της τυχόν υφισταμένης συμβάσεως περί εκδόσεως και εάν μεν τα δικαστικά όργανα γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως κατά της εκδόσεως, η διαδικασία τερματίζεται, ενώ, εάν γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως υπέρ της εκδόσεως, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται σχετική απαγόρευση και ότι συντρέχουν όλες οι προβλεπόμενες κατά νόμο θετικές προϋποθέσεις, ακολουθεί η δεύτερη φάση της διαδικασίας, κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ασκώντας την παρεχομένη επί του ζητήματος ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, μπορεί είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε, αντίθετα, να απορρίψει το αίτημα των αλλοδαπών αρχών, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπ’ όψιν τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας και την τήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας – Ως έχει κριθεί στη νομολογία του ΣτΕ, η απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού, δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ούτε εξαιρείται του ακυρωτικού ελέγχου, χαρακτηριζόμενη ως κυβερνητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, εφ’ όσον τούτο αφ’ ενός θα καθιστούσε ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως, εκ μέρους του Υπουργού, των θεσπιζομένων με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και των διεθνών συμβάσεων εγγυήσεων υπό τις οποίες κρίνεται το αίτημα εκδόσεως και αφ’ ετέρου θα απέκλειε και τον δικαστικό έλεγχο του σεβασμού του καθεστώτος προστασίας που θεσπίζεται με το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει απολύτως την έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του 
(Β) Εν όψει των ανωτέρω, οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή αποφάσεων περί εκδόσεως αλλοδαπού, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των μνημονευθεισών διεθνών συμβάσεων και άπτονται των διεθνών σχέσεων της Χώρας, δεν περιλαμβάνονται στις διαφορές που αναφύονται από την προσβολή ατομικών πράξεων εκδοθεισών κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών, οι οποίες υπήχθησαν, δυνάμει του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 67 του ν. 4055/2012, στην ακυρωτική αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων – Αρμοδίως, ως εκ τούτου, ασκείται η κρινόμενη αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, στον ακυρωτικό έλεγχο του οποίου υπάγεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, η οποία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά κυβερνητικής πράξης
(Γ) Μία εκ των διαδικαστικών εγγυήσεων που επιφυλάσσει η οδηγία 2013/32 στους αιτούντες διεθνή προστασία είναι το δικαίωμα παραμονής τους στο κράτος μέλος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της αιτήσεώς τους και, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης επ’ αυτής, έως την έκβαση της σχετικής δίκης, τούτο δε προκειμένου να διασφαλισθεί η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα εισαγωγής εξαιρέσεων από το δικαίωμα παραμονής κατά τη διοικητική εξέταση της αίτησης στις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 9 παρ. 2 περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και η έκδοση αιτούντος διεθνή προστασία σε τρίτη χώρα, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης (η οποία απαγορεύει την έκδοση αλλοδαπού σε κράτος όπου κινδυνεύει να υποστεί δίωξη για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης ή μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 ΕΣΔΑ), και, πάντως, δεν απαγορεύει τη θέσπιση ευνοϊκότερων διαδικαστικών απαιτήσεων από τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν με την οδηγία
(Δ) Από τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, των άρθρων 438 επ. Κ.Π.Δ., του άρθρου 33 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων, του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, «σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας» της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, «σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας», καθώς και των διατάξεων με τις οποίες οι εν λόγω Οδηγίες μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη (αντίστοιχα, π.δ. 141/2013 και Τρίτου Μέρος του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4399/2016), που διέπουν αφ’ ενός τη διαδικασία έκδοσης αλλοδαπού και αφ’ ετέρου τη διαδικασία χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας συνάγεται ότι πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες, οι οποίες επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και διέπονται από διαφορετικά νομικά κριτήρια – Η μεν πρώτη διαδικασία έχει ως σκοπό την διά της διεθνούς συνεργασίας πάταξη του εγκλήματος, ανατίθεται, κατά βάση, σε όργανα της δικαστικής εξουσίας, διασφαλίζοντας μείζονες εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του εκζητουμένου, στο πλαίσιο δε αυτής εξετάζεται, μεταξύ άλλων, από τα δικαστικά όργανα και η συνδρομή, ως αρνητικής προϋπόθεσης που κωλύει την έκδοση, της αρχής της μη επαναπροώθησης, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος αντιτάξει φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης ή κίνδυνο μεταχείρισης αντίθετης με το άρθρο 3 ΕΣΔΑ έναντι του εκζητούντος κράτους – Η δεύτερη διαδικασία, η οποία οργανώνεται στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, στοχεύει στη χορήγηση ειδικού καθεστώτος προστασίας στους πρόσφυγες ή στα πρόσωπα που χρήζουν προστασίας για άλλο λόγο υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται ειδικώς στην οικεία νομοθεσία, ανατίθεται σε διοικητικά όργανα και διέπεται από ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που διασφαλίζουν τη σφαιρική και αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας των αιτούντων σε εξατομικευμένη βάση, την προστασία από την επαναπροώθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου – Οι ως άνω διαδικασίες είναι μεν ανεξάρτητες και βαίνουν, κατ’ αρχήν, παραλλήλως, δεν αποκλείεται όμως να διασταυρωθούν, σε περίπτωση, κατά την οποία, εκκρεμούσης της διαδικασίας εκδόσεως κατόπιν αιτήματος της χώρας καταγωγής του εκζητουμένου, ο τελευταίος υποβάλει στα αρμόδια διοικητικά όργανα αίτηση για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας έναντι του εκζητούντος κράτους – Στην περίπτωση αυτή η ανάγκη προστασίας του εκζητουμένου από την επαναπροώθηση που συνεπάγεται η πραγματοποίηση της έκδοσης, επιβάλλει τη νομική και χρονική ιεράρχηση των δύο διαδικασιών, η οποία ρυθμίζεται από την ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016, σε συνδυασμό με τα άρθρα 34 περ. ε΄ και 64 του νόμου αυτού, όπου ορίζεται ότι κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ήτοι απόφαση η οποία δεν υπόκειται πλέον σε αίτηση ακυρώσεως, επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει, εφ’ όσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος. Κατά την έννοια της ρύθμισης αυτής –η οποία επαναλαμβάνεται αυτούσια σε όλα τα νομοθετήματα που εκδόθηκαν προς ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της προγενέστερης οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τη διαδικασία ασύλου, ορθώς ερμηνευομένης εν όψει και της ανάγκης τηρήσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας που απορρέουν τόσο από τις διεθνείς συμβάσεις περί εκδόσεως όσο και από τη Σύμβαση της Γενεύης και την Ε.Σ.Δ.Α., νομίμως μεν εκδίδεται η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία, επί τη βάσει των θετικών γνωμοδοτήσεων των δικαστικών συμβουλίων, διατάσσεται η έκδοση και η παράδοση του αλλοδαπού στην εκζητούσα χώρα καταγωγής του, πριν να επιδοθεί και να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου, ωστόσο η επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της εκδόσεως διά της υλοποιήσεως της παραδόσεως του εκζητουμένου στις αρχές του εκζητούντος κράτους αναστέλλεται εκ του νόμου μέχρι την τελεσιδικία της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας αποφάσεως – Και εάν μεν δεν ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως εντός της νομίμου προθεσμίας κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ή η ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως απορριφθεί, η απόφαση που διατάσσει την έκδοση και την παράδοση αναπτύσσει πλήρως τις έννομες συνέπειές της διά της εκτελέσεώς της με την παράδοση του εκζητουμένου στις αρχές του εκζητούντος κράτους, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση εκκρεμοδικίας ισχύει η πρόνοια του νόμου, όπως αυτή προβλέπεται ειδικώς στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 37 παρ. 2, 34 ε΄ και 64 του ν. 4375/2016, σύμφωνα με την οποία ο αιτηθείς διεθνή προστασία δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, με την οποία κρίνεται ότι ο υπό έκδοση αλλοδαπός δεν δικαιούται να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, κατά περίπτωση – Εξ άλλου, η δυνατότητα αναστολής της παραδόσεως του εκζητουμένου, για τον οποίο έχει ήδη ληφθεί και κοινοποιηθεί στις αρχές του εκζητούντος κράτους απόφαση περί εκδόσεώς του στο κράτος αυτό, αναγνωρίζεται και από τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως που προβλέπουν τον ορισμό νέας ημερομηνίας παράδοσης όταν αυτή παρεμποδίζεται από λόγους ανωτέρας βίας (άρθρο 18 παρ. 5), περίπτωση που συντρέχει και όταν η πραγματοποίηση της παράδοσης τελεί σε αναστολή βάσει διατάξεως νόμου του κράτους που διατάσσει την έκδοση, ως εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016 – Περαιτέρω, η ανωτέρω ρύθμιση, δυνάμει της οποίας απαγορεύεται έως το χρονικό σημείο της τελεσιδικίας της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας η εκτέλεση της αποφάσεως εκδόσεως διά της παραδόσεως του εκζητουμένου στις αρχές της εκζητούντος κράτους έναντι του οποίου επικαλείται φόβο δίωξης, δεν διακυβεύει τους θεμιτούς σκοπούς της έκδοσης ούτε οδηγεί σε αδυναμία τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, εν όψει αφ’ ενός των ασφαλιστικών δικλείδων της διαδικασίας ασύλου προς αντιμετώπιση απαράδεκτων, προφανώς αβάσιμων, μεταγενέστερων και καταχρηστικών αιτήσεων και ταχεία κατά προτεραιότητα εξέταση αιτήσεων προσώπων που τελούν υπό κράτηση και αφ’ ετέρου των παρεχομένων δικονομικών δυνατοτήτων για την κατά προτεραιότητα εκδίκαση από τα διοικητικά δικαστήρια υποθέσεων με επείγοντα χαρακτήρα – Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές παρίσταται αναγκαία η κατά προτεραιότητα εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου πράξεως, είτε κατόπιν αυτεπάγγελτων ενεργειών του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση ακυρώσεως είτε κατόπιν αιτήσεως του Δημοσίου, κατά τρόπο ώστε η δικαστική απόφαση να επιλύει στον απολύτως αναγκαίο χρόνο την εκκρεμή διαφορά από την οποία εξαρτάται η εκτέλεση της αποφάσεως περί εκδόσεως και, πάντως, πριν την επέλευση του προβλεπομένου στο άρθρο 452 παρ. 2 τελ. εδ. Κ.Π.Δ. απώτατου χρονικού διαστήματος των δύο ετών και έξι μηνών κράτησης του εκζητουμένου, ώστε να μην καθίσταται επισφαλής η πραγματοποίηση της εκδόσεως – Εξ άλλου, η ρύθμιση αυτή (άρθρο 37 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του ν. 4376/2016), με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του εθνικού νομοθέτη να εξασφαλίσει αυξημένη προστασία στην ως άνω κατηγορία προσώπων (αιτούντων διεθνή προστασία που τελούν υπό έκδοση και επικαλούνται φόβο δίωξης έναντι του εκζητούντος κράτους), συνάδει με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ, διότι, κατά πρώτον, δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 παρ. 2 της οδηγίας εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, και, κατά δεύτερον, εισάγει ευνοϊκότερες απαιτήσεις, ήτοι μείζονες διαδικαστικές εγγυήσεις ως προς την ένδικη προστασία, οι οποίες στοιχούν προς τον σκοπό και τις απαιτήσεις της Οδηγίας προς εξασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης καθ’ όλη τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου όχι μόνο έως την έκβαση της προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά την έννοια της Οδηγίας (η οποία ήδη με τον ν. 4375/2016 αντιστοιχεί, κατά την αντίληψη του εθνικού νομοθέτη, με την προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, η οποία οργανώνεται με τα χαρακτηριστικά «δικαστηρίου» κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου), αλλά έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης κατά την έννοια του άρθρου 64 του ν. 4375/2016, ήτοι απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως της ως άνω Επιτροπής – Συνεπώς, εν όψει των όσων εκτέθησαν ανωτέρω, κατά την έννοια των άρθρων 37 παρ. 2, 34 περ. ε΄ και 64 του ν. 4375/2016 είναι νόμιμη η έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης περί εκδόσεως και παραδόσεως αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος, έναντι του οποίου επικαλείται φόβο δίωξης, και πριν την τελεσιδικία της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου αποφάσεως, από την οποία (τελεσιδικία) εξαρτάται η εκτέλεσή της
[με μειοψηφία ενός Συμβούλου και μίας Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016 έχει την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση της, κατ’ άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠοινΔ, υπουργικής απόφασης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος, πριν καταστεί τελεσίδικη, κατά την έννοια του άρθρου 34 περ. ε΄ του ίδιου ως άνω νόμου, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει ο εκζητούμενος, επικαλούμενος φόβο δίωξης στο κράτος αυτό]


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ 556/28.12.2017. Εκ περιτροπής εργασία. Μερική απασχόληση. Σιωπηλή αποδοχή βλαπτικής μεταβολής όρων εργασίας.


                    ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ 556/28.12.2017
ΕΦΕΤΗΣ: Αικατερίνη Ντόκα
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ: Ευστρατία Μωραΐτη, Δημήτριος Ρήγας
Για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση με εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου.
Μερική απασχόληση. Υποχρεώση τήρησης έγγραφου τύπου. Η έλλειψη τύπου και, συνακόλουθα, έγκαιρης γνωστοποίησης της ρήτρας για τη μερική απασχόληση τεκμαίρει την ύπαρξη σύμβασης εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Προέκυψε ότι ο ενάγων δεν είχε αντιδράσει στην βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, η οποία αρχικώς περιορίσθηκε σε εργασία τεσσάρων ημερών εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες ημερησίως, με αποτέλεσμα να έχει αποδεχθεί σιωπηλώς την τοιαύτη τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας του, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη. Όμως ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την περαιτέρω βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σύμβασης που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2013, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, και άσκησε εναντίον  της εναγομένης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και τακτική αγωγή.
Η καταγγελία δεν έγινε από λόγους εκδίκησης, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά εξαιτίας της κακής οικονομικής κατάστασης της εναγομένης, όπως προκύπτει αναμφίβολα από το γεγονός πως η εναγόμενη όχι μόνο δεν προσέλαβε άλλον εργαζόμενο στη θέση του ενάγοντος, αλλά αντίθετα κατήγγειλε και τις συμβάσεις εργασίας των υπολοίπων εργαζομένων της και κατά το έτος 2014 απασχολούσε πλέον μόνο έναν εργαζόμενο. Επομένως, το αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί άκυρη ως καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ως γενομένη από λόγους εκδίκησης, κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.






Αριθμός απόφασης  556/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Ντόκα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2017, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Α]Του εκκαλούντος : …………………, κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ευστρατίας Μωραΐτη.
 Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρίας µε την επωνυµία «ΑΝΩΝΥΜΗ ………………………….. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΤΡΩΝ Α.Ε.», με το διακριτικό τίτλο ‘……………………………….’, που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Ρήγα.
Β]Της εκκαλούσας : Ανώνυμης εταιρίας µε την επωνυµία «ΑΝΩΝΥΜΗ ………………………………. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΤΡΩΝ Α.Ε.», με το διακριτικό τίτλο ‘…………………………………..’, που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Ρήγα.
Του εφεσίβλητου : ……………………………….., κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ευστρατίας Μωραΐτη.
Ο εκκαλών –εφεσίβλητος ……………………………….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών  τις από 19.9.2013 με αρ. καταθ. 2776/20.9.2013 και από 29.5.2014 με αρ. καταθ. 1529/2.6.2014 αγωγές, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αρ. 159/2015 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου που τις έκανε εν μέρει δεκτές. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου : Α]ο ενάγων με τη με αρ. εκθ. καταθ. 169/30.4.2015 έφεσή του, Β]η εναγόμενη με τη με αρ. εκθ. καταθ.  173/4.5.2015 έφεσή της. Οι ως άνω εφέσεις προσδιορίσθηκαν, δυνάμει των με αρ. 232 και 233/7.5.2015 πράξεων της γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού για τη δικάσιμο της 12ης.11.2015 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης (4.5.2017) και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν τις έγγραφες προτάσεις του και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι διαλαμβανόμενοι σε αυτές ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 159/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχουν ασκηθεί νομίμως με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, αυτές να γίνουν τυπικώς δεκτές, διότι ασκήθηκαν από διαδίκους που νίκησαν και ηττήθηκαν εν μέρει, ενώ, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους (άρθρα 524 και 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 522, 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Με τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α 205) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/ 2000 (ΦΕΚ Α 286) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212) ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητες του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας". Κατά δε την παρ.4 του ιδίου άρθρου "Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητα τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και 2)αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του "σύστημα εκ περιτροπής εργασίας", μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι: α)o περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, β)η ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 1252/2014, δημ. ΝΟΜΟΣ), γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και δ)η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας. Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο "αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας", προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας, ήτοι της ανάγκης του εργοδότη για παροχή εργασίας προς αυτόν. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής. Από την πρόβλεψη δε επιβολής "συστήματος εκ περιτροπής εργασίας", αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας. Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ της παρ.3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 1252/2014 ο.α., σχετ. ΑΠ 969/2011 υπό το πριν το Ν. 3846/2010 ισχύον νομοθετικό καθεστώς, δημ. ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες συγκεκριμένες ημέρες την εβδομάδα σε μισθωτούς της επιχείρησής του, αφού στη περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της εναλλάξ παροχής εργασίας. Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης. Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ’ άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας. Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση με εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου. Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στη περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν.1767/1988 (σχετ. ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στο τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. Τούτο ενισχύεται και από τη ρύθμιση της παρ.4 περ. δ του πιο πάνω άρθρου που ορίζει ότι η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων, εάν ελλείπουν οι κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων στην επιχείρηση αυτή. Αντίθετη άλλωστε ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την αιφνίδια και χωρίς προηγούμενο διάλογο επιβολή του επαχθούς εκ του αποτελέσματος μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση του εργοδότη, δια της οποίας τροποποιούνται μονομερώς επί τα χείρω και κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής pacta sunt servanda οι όροι της ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού και θα περιόριζε την καθιέρωση του εν λόγω διαλόγου σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων, ενόψει και της δομής της ελληνικής οικονομίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ` ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο. Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α)να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθ. 361 ΑΚ), εφ` όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β)να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 και γ)να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας). 
Περαιτέρω κατά την παρ. 1 του ιδίου ως άνω άρθρου 38 του ν. 1892/1990, ορίζεται ότι: "Κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία εργασία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία, εφόσον μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση" (παρ.1). Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην πληρέστερη προστασία των εργαζομένων σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες τίθεται ζήτημα μείωσης του χρόνου απασχόλησης κάτω από τα συνήθη όρια που συνιστούν την πλήρη απασχόληση, με αντίστοιχη μείωση του ύψους του οφειλομένου μισθού. Η διάταξη εισάγει απόκλιση από το γενικό κανόνα περί του ότι η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται ατύπως (ΑΚ 158, 361, 648). Γι` αυτό και, ως εξαιρετική διάταξη, πρέπει να ερμηνευθεί στενώς. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση τηρήσεως του έγγραφου τύπου εκτείνεται μόνο στον όρο που προβλέπει τη μερική απασχόληση. Κατά τα λοιπά, η σύμβαση εργασίας μπορεί να είναι άτυπη και να έχει το περιεχόμενο, που πραγματικά θέλησαν τα μέρη να προσδώσουν σ` αυτή. Η συνέπεια της παράλειψης του έγγραφου τύπου ως προς τον όρο για τη μερική απασχόληση, εμμέσως πλην σαφώς, καθορίζεται στην ίδια διάταξη. Με αφετηρία τη σκέψη ότι η έλλειψη εγγράφου ματαιώνει τη δυνατότητα γνωστοποίησης της συμφωνίας για τη μερική απασχόληση προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, συνάγεται ότι ως κύρωση της παράλειψης του έγγραφου τύπου ο νομοθέτης επέβαλε τη λειτουργία αποδεικτικού τεκμηρίου. Η έλλειψη τύπου και, συνακόλουθα, έγκαιρης γνωστοποίησης της ρήτρας για τη μερική απασχόληση τεκμαίρει την ύπαρξη σύμβασης εργασίας με πλήρη απασχόληση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο επικαλούμενος την κατάρτιση σύμβασης με πλήρη απασχόληση θα έχει υπέρ αυτού το εν λόγω τεκμήριο, ενώ ο αντίδικός του θα φέρει το βάρος της κατάρριψής του. Οπότε, σε περίπτωση αμφιβολίας, θα γίνει δεκτό από το δικαστήριο ότι καταρτίσθηκε σύμβαση με πλήρη απασχόληση. Αν, όμως, ο μαχόμενος κατά του τεκμηρίου κατορθώσει να δημιουργήσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του αντιθέτου, τότε, παρά την έλλειψη εγγράφου, θα γίνει δεκτό ότι καταρτίσθηκε σύμβαση με μερική και όχι με πλήρη απασχόληση. Διότι η ανάγκη προστασίας των εργαζομένων, στην οποία αποβλέπουν ο έγγραφος τύπος και η λειτουργία του τεκμηρίου, δεν επιτρέπεται να οδηγήσει μέχρι την κατάφαση μιας συμβατικής μορφής (δηλαδή, αυτής της πλήρους απασχόλησης), την οποία, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ουδόλως θέλησαν ή επιδίωξαν τα μέρη (ΑΠ 1264/2012 ΔΕΕ 2013.834).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο ως αντιπαροχή της εργασίας του τον συμφωνημένο ή νόμιμο ή ειθισμένο μισθό, δεδομένου ότι, κατά την δεύτερη των διατάξεων αυτών, η συμφωνία για μισθό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι υπάρχει συμφωνία για παροχή εργασίας, η οποία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό. Συμφωνημένος ή συμβατικός είναι ο μισθός που ως προς το ποσό και τη μορφή του καθορίζεται με συμφωνία του εργοδότη και του μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή. Αντίθετα, νόμιμος μισθός είναι ο μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που καθορίζονται άμεσα με κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κανονιστικές διατάξεις Σ.Σ.Ε., Δ.Α. και Υπουργικών Αποφάσεων, διά των οποίων θεσπίζονται κατά τρόπο υποχρεωτικό κατώτατα όρια νόμιμου μισθού. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990 "ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις", κατά την οποία οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας - άρα και τα ελάχιστα όρια αμοιβών - και ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Παρέπεται εξ αυτών ότι ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου νόμιμου μισθού, που καθορίζεται με τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εκτός αν συνδυάζεται με υποχρέωση παροχής από τον εργαζόμενο χρονικώς μειωμένης εργασίας, κάθε δε αντίθετη ατομική συμφωνία για καταβολή μικρότερου μισθού είναι άκυρη και δεν ισχύει, κατά τα άρθρα 174, 180 ΑΚ (ΑΠ 1161/2014, δημ. σε ΤΝΠ της  Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 19.9.2013 με αρ. καταθ. 2776/20.9.2013 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι δυνάμει της από 11.2.1998 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγόμενη, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός φορτηγού, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως, αμειβόμενος με βάση τις ισχύουσες ΣΣΕ. Ότι κατά το διάστημα από 15.1.2010 έως 30.9.2012 η εναγόμενη, χωρίς να τηρήσει τις νόμιμες προϋποθέσεις περί μετατροπής της σύμβασής του σε μερικής απασχόλησης ή στην επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τον απασχολούσε τέσσερις ημέρες εβδομαδιαίως, ενώ κατά το διάστημα Μαρτίου έως και Σεπτεμβρίου του 2012 μονομερώς προέβη σε μείωση των αποδοχών του κατά ποσοστό 15%. Ότι κατά το διάστημα  από 1.10.2012 έως 14.1.2013 η εναγόμενη τον απασχολούσε πέντε ημέρες την εβδομάδα, αλλά επί έξι ώρες ημερησίως, χωρίς και πάλι να τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις περί μετατροπής της σύμβασής του σε μερικής απασχόλησης, ενώ από 14.1.2013 επέβαλε εκ νέου σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, χωρίς να τηρήσει τις νόμιμες προϋποθέσεις, απασχολώντας τον δύο ημέρες εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες ημερησίως. Ότι την 28.1.2013 η εναγόμενη γνωστοποίησε στην Επιθεώρηση Εργασίας την επιβολή μονομερώς συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησής του για μία ημέρα εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες, για το χρονικό διάστημα από 28.1.2013 έως 27.6.2013, πλην όμως αυτή συνέχισε να τον απασχολεί για μία ημέρα εβδομαδιαίως και μετά την 27.6.2013 και έως την άσκηση της από 19.9.2013 αγωγής του. Ότι ο ίδιος ρητώς απέκρουσε την βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, συνεχίζοντας ωστόσο να προσφέρει την εργασία του στην εναγόμενη, ζήτησε δε, όπως παραδεκτώς περιορίσθηκε η αγωγή του με δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη, να αναγνωρισθεί ότι η ως άνω επιβολή της εκ περιτροπής απασχόλησής του και η μερική του απασχόληση ήταν άκυρη και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών του για το διάστημα από 15.1.2010 έως 31.7.2013, να υποχρεωθεί να του καταβάλει για τη  ίδια αιτία το ποσό των 26.128,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μερικότερο κονδύλιο έπρεπε να καταβληθεί και να υποχρεωθεί να αποδέχεται την εργασία του υπό τους πριν τη βλαπτική μεταβολή όρους μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Ζήτησε ακόμα να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί εκ της συμπεριφοράς του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ο οποίος με συνεχείς απειλές περί απόλυσής του και δόλιες υποσχέσεις περί εξόφλησής του, προσέβαλε την προσωπικότητά του.
Με την από 29.5.2014 αγωγή ο ενάγων εξέθεσε περαιτέρω ότι και μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής του η εναγόμενη συνέχισε να τον απασχολεί μία ημέρα εβδομαδιαίως, ενώ την 8.11.2013 προέβη σε καταγγελία της σύμβασής του, πλην όμως δυνάμει της με αρ. 122/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και της επιδόθηκε την 4.3.2014, αυτή υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά την εργασία του, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω αγωγής του. Ότι η εναγόμενη την 24.3.2014 κατήγγειλε εκ νέου τη σύμβασή του, καταβάλλοντάς του ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 8.864,31 ευρώ. Ότι η απόλυσή του είναι άκυρη καθώς έγινε καταχρηστικά, από λόγους εκδίκησης, λόγω της προηγούμενης άσκησης αγωγής εναντίον της. Ζήτησε δε, μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματός του, να αναγνωρισθεί ότι οι αποφάσεις της εναγομένης για μονομερή επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, που επέβαλε τον  Ιανουάριο του 2013 ήταν άκυρες, ότι οφείλει να του καταβάλει ως διαφορές αποδοχών για το διάστημα Αυγούστου-Οκτωβρίου 2013 το ποσό των 3.575,61 ευρώ, από τότε που κάθε μερικότερο κονδύλιο έπρεπε να καταβληθεί, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των γενομένων από 8.11.2013 και 24.3.2014 καταγγελιών της εργασιακής του σύμβασης, να υποχρεωθεί να αποδέχεται της εργασία του, όπως και πριν από την από 28.1.2013 επιβληθείσα εκ περιτροπής εργασία, με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα άρνησής της, να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 1520,77 ευρώ μηνιαίως για μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από 24.3.2014 έως τη συζήτηση της αγωγής, αλλά και για το διάστημα από τη συζήτηση της αγωγής έως την άρση της υπερημερίας της, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μηνιαίος μισθός καθίσταται απαιτητός, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την περαιτέρω προσβολή της προσωπικότητάς του ως εργαζομένου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επικουρικώς, σε περίπτωση που κρινόταν έγκυρη η καταγγελία της σύμβασής του ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το επιπλέον της αποζημίωσης απόλυσης, ποσό των 12.426,47 ευρώ, νομιμότοκα από 24.3.2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής. 
Οι εν λόγω αγωγές συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε το  αίτημα περί επιδίκασης μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά τη συζήτηση ως αορίστως υποβαλλόμενο και έγιναν εν μέρει δεκτές οι αγωγές, αναγνωρίσθηκε ως άκυρη η επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας από την εναγόμενη στον ενάγοντα από τον Ιανουάριο του 2010, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των από 8.11.2013 και 24.3.2014 καταγγελιών της σύμβασης εργασίας του, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της την καταδίκασε σε χρηματική ποινή 300 ευρώ για κάθε μήνα άρνησης, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει ως χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του ενάγοντος το ποσό των 500 ευρώ για έκαστη αγωγή, ήτοι συνολικά το ποσό των 1000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση έκαστης αγωγής, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει ως διαφορά μισθών υπερημερίας για το διάστημα από 24.3.2014 έως τη συζήτηση της αγωγής (12.2.2015) το ποσό των 6.343,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μερικότερο κονδύλιο ήταν καταβλητέο, κατόπιν αποδοχής ως ουσιαστικώς βάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συμψηφισμού των αξιώσεων του ενάγοντος με την καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης ποσού 8.864,31 ευρώ, την υποχρέωσε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.575,61 ευρώ ως διαφορά μισθών Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2013, νομιμοτόκως από το τέλος του μήνα στον  οποίο κάθε μερικότερο ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ενώ απέρριψε το αίτημα της πρώτης αγωγής περί καταβολής διαφοράς αποδοχών για το διάστημα από 15.1.2010 έως 31.7.2013 ποσού 26.128,17 ευρώ, ως επικουρικώς υποβαλλόμενο. Οι εκκαλούντες, με τις εφέσεις τους, προσβάλλουν την απόφαση και παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας ο μεν ενάγων την πλήρη παραδοχή των αγωγών του, η δε εναγόμενη την απόρριψή τους. 
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος και τη χωρίς όρκο κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία έχει ως αντικείμενο την εμπορία και πραγματοποίηση εισαγωγών και εξαγωγών τροφίμων και συναφών ειδών, τη δημιουργία βιοτεχνίας για την επεξεργασία κα παραγωγή των ειδών αυτών, την τροφοδοσία πλοίων, αεροσκαφών και ξενοδοχειακών μονάδων, την παροχή προς αυτά εξυπηρετήσεων και την πρακτόρευσή τους, την ανάληψη της εκμετάλλευσης των ευρισκόμενων σε αυτά αναψυκτηρίων, μπαρ, εστιατορίων και καταστημάτων αφορολογήτων ειδών καθώς και την αντιπροσώπευση οίκων εσωτερικού ή εξωτερικού κατασκευής ή εμπορίας των ως άνω ειδών. Δυνάμει της από 11.2.1998 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η εναγόμενη προσέλαβε τον ενάγοντα ως οδηγό σε φορτηγό 7,5 και 13 τόνων, με τη συμφωνία να αμείβεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες ΣΣΕ, παρείχε δε στην εναγόμενη την εργασία του έως την 15.1.2010 με πλήρη απασχόληση, ήτοι πέντε ημέρες εβδομαδιαίως επί οκτώ ώρες ημερησίως. Η εναγόμενη απασχολούσε κατά το έτος 2008 συνολικά οκτώ εργαζομένους, οι οποίοι μειώθηκαν κατά το έτος 2010 σε πέντε με έξι, εκ των οποίων η μία υπάλληλος (βοηθός λογιστή) είχε προσληφθεί με μερική απασχόληση. Εξαιτίας της μείωσης του κύκλου εργασιών της εναγομένης, τον Ιανουάριο του 2010 ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Ελευθέριος Κυρούσης, επέβαλε μονομερώς σε ορισμένους εργαζομένους της επιχείρησης, μεταξύ δε αυτών και στον ενάγοντα, σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, με εργασία τεσσάρων ημερών την εβδομάδα και οκτώ ωρών ημερησίως, χωρίς να τηρηθούν οι ανωτέρω προϋποθέσεις της προηγούμενης ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους της επιχείρησης, έστω και προφορικά, και χωρίς να τεθεί συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα ίσχυε η εκ περιτροπής απασχόληση, όπως επιτάσσεται από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου  38 παρ.3 του Ν. 1892/1990, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η ενημέρωση θα έπρεπε να περιέχει, μεταξύ άλλων, τους λόγους που επέβαλαν, κατά την άποψη της εναγομένης,  την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητάς της και η πιθανή διάρκειά της, χωρίς να αρκεί μόνο η γνώση εκ μέρους των εργαζομένων των οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης, ενώ η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν με τον τρόπο αυτό οι θέσεις εργασίας. Ο ενάγων συμμορφώθηκε με τους τιθέμενους μονομερώς από την εργοδότρια του νέους όρους εργασίας και εξακολούθησε να παρέχει την εργασία του τέσσερις ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως έως τον Οκτώβριο του 2012, οπότε η εναγόμενη, ενεργώντας και πάλι μονομερώς, ζήτησε από τον ενάγοντα να απασχολείται πέντε ημέρες εβδομαδιαίως αλλά έξι ώρες ημερησίως, χωρίς και στην περίπτωση αυτή να τηρήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 38 παρ.1 του ως άνω νόμου, ήτοι χωρίς να περιβληθεί ο όρος περί μερικής απασχόλησης τον έγγραφο τύπο και χωρίς να γνωστοποιηθεί η απόφασή της στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η τοιαύτη θέση του ενάγοντος αρχικώς, από 15.1.2010 έως τον Οκτώβριο του 2012 σε σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης (με εργασία 32 ωρών εβδομαδιαίως) και ακολούθως, από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013 σε μερική απασχόληση (με εργασία 30 ωρών εβδομαδιαίως), χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις, συνιστά αναμφίβολα παράνομη βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης …………………………………., ο οποίος εργαζόταν στην ίδια επιχείρηση ως χειριστής ανυψωτικού μηχανήματος, ο ενάγων καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών 2010, 2011 και 2012 δεν προέβη σε οιαδήποτε ενέργεια, εγγράφως ή προφορικώς, από την οποία να δύναται να συναχθεί πως δεν αποδέχθηκε τη βλαπτική αυτή μεταβολή και  πως ενέμεινε στην τήρηση των αρχικών όρων της σύμβασης εργασίας του. Ακολούθως, λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης του κύκλου εργασιών της, στις 14.1.2013 η εναγόμενη επέβαλε, και πάλι μονομερώς, χωρίς να τηρήσει τις ως άνω προϋποθέσεις περί ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους της επιχείρησης, σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης τους τέσσερις εκ των έξι συνολικά εργαζομένων της, μεταξύ δε αυτών και στον ενάγοντα, με εργασία δύο ημερών εβδομαδιαίως, ήτοι Τετάρτη και Πέμπτη, επί οκτώ ώρες ημερησίως, για το διάστημα από 28.1.2013 έως 27.6.2013, όπως εμφαίνεται στο με αρ. πρωτ. 1259/14.1.2013 πίνακα προσωπικού, που κατατέθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ οι άλλοι δύο εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί και εξακολουθούσαν να εργάζονται με μερική απασχόληση. Στη συνέχεια, με την από 28.1.2013 νεότερη απόφασή της, που ομοίως γνωστοποίησε στην Επιθεώρηση Εργασίας, η εναγόμενη επέβαλε μονομερώς στους ως άνω τέσσερις εργαζομένους, μεταξύ δε αυτών και στον ενάγοντα σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης μίας ημέρας εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες ημερησίως, για το διάστημα από 28.1.2013 έως 27.6.2013, όπως εμφαίνεται στο με αρ. πρωτ. 2490/29.1.2013 πίνακα προσωπικού που κατέθεσε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε για τον περιορισμό της απασχόλησής του σε μόλις δύο ημέρες εβδομαδιαίως και ακολούθως σε μία ημέρα εβδομαδιαίως, και προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Δυτικής Ελλάδος το Μάιο του 2013 μαζί με άλλους εργαζομένους, συντάχθηκε δε το με αρ. 168/3.7.2013 δελτίο εργατικής διαφοράς, όπου επισημαίνονται οι ανωτέρω παρατυπίες και παραλείψεις της εναγομένης σε σχέση με τη θέση του ενάγοντος σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας και μερικής απασχόλησης από το έτος 2010 και εντεύθεν.  Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε την από 19.9.2013 αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί προσωρινά να τον απασχολεί με πλήρη απασχόληση μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω με αρ. καταθ. 2776/20.9.2013 αγωγής του, η οποία είχε κοινοποιηθεί στην εναγόμενη στις 25.9.2013.  Η τελευταία στις 8.11.2013 προέβη, διά του νομίμου εκπροσώπου της, στην έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, χωρίς ωστόσο να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης. Η συζήτηση της ως άνω από 19.9.2013 αίτησης  έλαβε χώρα την 13.11.2013 και εκδόθηκε η με αρ.  122/2014 απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο, αφού έκρινε πως η θέση του ενάγοντος σε εκ περιτροπής απασχόληση ήταν παράνομη, υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της με αρ. καταθ. 2776/20.9.2013 αγωγής. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 4.3.2014 (σχετ. η με αρ. 11482/4.3.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πατρών Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου), ωστόσο αυτή στις 24.3.2014 κατήγγειλε εκ νέου εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και στις 4.4.2014 κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό ων 8.864,31 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης.
Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι έως την 14.1.2013 ο ενάγων δεν είχε αντιδράσει στην βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, η οποία αρχικώς από 15.1.2010 έως 30.9.2012 περιορίσθηκε σε εργασία τεσσάρων ημερών εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες ημερησίως, ήτοι εργασία 32 ωρών εβδομαδιαίως, και από 1.10.2012 έως την 14.1.2013 σε εργασία πέντε ημερών εβδομαδιαίως αλλά έξι ωρών ημερησίως, ήτοι εργασία 30 ωρών εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να έχει αποδεχθεί σιωπηλώς την τοιαύτη τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας του, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη. Επομένως τα αγωγικά αιτήματα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της θέσης του ενάγοντος σε εκ περιτροπής και σε μερική απασχόληση καθώς και περί επιδίκασης αποδοχών υπερημερίας για το διάστημα από 15.1.2010 έως 14.1.2013 κρίνονται απορριπτέα. Όμως ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την περαιτέρω βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σύμβασης που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2013, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, και άσκησε εναντίον  της εναγομένης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και τακτική αγωγή. Επομένως, η εναγόμενη, μη αποδεχόμενη την εργασία του ενάγοντος σύμφωνα με τους όρους που ίσχυαν έως την 14.1.2013 περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη. Οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος έως την 14.1.2013 για εργασία 30 ωρών εβδομαδιαίως, ανέρχονταν στο ποσό των 1110,98 ευρώ. Συνακόλουθα, η εναγόμενη οφείλει ως αποδοχές υπερημερίας για το διάστημα Ιανουαρίου 2013 έως Οκτωβρίου 2013 τα κάτωθι ποσά: για το μήνα Ιανουάριο 2013 ο ενάγων έλαβε το ποσό των 887,36 ευρώ και του οφείλεται επιπλέον το ποσό των (1110,98-887,36=) 223,62 ευρώ, για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Ιούνιο 2013 έλαβε μηνιαίως το ποσό των 263,04 ευρώ και του οφείλεται επιπλέον το ποσό των (1110,98-263,04=847,94 Χ 4 μήνες=) 3.391,76 ευρώ, για τους μήνες Μάιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2013 έλαβε το ποσό των 328,90 ευρώ και του οφείλεται επιπλέον το ποσό των (1110,98 – 328,90= 782,08 Χ 4 μήνες=) 3.128,32 ευρώ, για το μήνα Ιούλιο 2013 έλαβε το ποσό των 394,68 ευρώ και του οφείλεται το ποσό των (1110,98 – 394,68=) 716,30 ευρώ, για επίδομα εορτών Πάσχα έλαβε το ποσό των 256,76 ευρώ και του οφείλεται το ποσό των (555,49-256,76=) 298,73 ευρώ, για επίδομα αδείας 2013 το ποσό των 555,49 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.314,22 ευρώ [223,62+ 3.391,76 + 3.128,32 + 716,30+ 298,73+ 555,49].
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξακολούθησε να απασχολείται στην εναγόμενη έως την 24.3.2014, οπότε αυτή κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του, καταθέτοντας ως αποζημίωση απόλυσής του στις 4.4.2014 το ποσό των 8.864,31 ευρώ. Η καταγγελία αυτή δεν έγινε από λόγους εκδίκησης, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά εξαιτίας της κακής οικονομικής κατάστασης της εναγομένης, όπως προκύπτει αναμφίβολα από το γεγονός πως η εναγόμενη όχι μόνο δεν προσέλαβε άλλον εργαζόμενο στη θέση του ενάγοντος, αλλά αντίθετα κατήγγειλε και τις συμβάσεις εργασίας των υπολοίπων εργαζομένων της και κατά το έτος 2014 απασχολούσε πλέον μόνο έναν εργαζόμενο. Επομένως, το αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί άκυρη ως καταχρηστική η από 24.3.2014 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ως γενομένη από λόγους εκδίκησης, κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτό το επικουρικώς υποβαλλόμενο αίτημα του ενάγοντος και να του επιδικασθεί ως υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Η αποζημίωση που αυτός δικαιούταν ανέρχεται στο ποσό των {1110,98 μικτές μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο της απόλυσης Χ 12 μήνες= 13.331,76 + 1/6 (2.221,96)=} 15.553,72 ευρώ, εκ του οποίου πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των  8.864,31 ευρώ που αυτός ήδη έλαβε, όπως ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή του, και επομένως του οφείλεται το υπόλοιπο ποσού 6.689,41 ευρώ. Εξάλλου με το άρθρο 74 παρ. 3 του ν. 3863/2010, που στην προκειμένη περίπτωση διεκδικεί εφαρμογής, ορίζεται ότι «όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης, που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση».  Επομένως η εναγόμενη οφείλει το υπόλοιπο του ως άνω ποσού της αποζημίωσης με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 1504,83 ευρώ (υπόλοιπο της τέταρτης οφειλόμενης δόσης) από 25.9.2014, το ποσό των 2.592,29 από 25.11.2014 και το ποσό των 2592,29 ευρώ από 25.1.2015.
Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, διά των εκπροσωπούντων οργάνων της, προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος, ενώ μόνο η θέση του σε κατάσταση εκ περιτροπής και σε μερική απασχόληση, χωρίς την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων και η καταγγελία της σύμβασης του, επειδή διεκδίκησε την καταβολή των νομίμων αποδοχών του και τη συνέχιση της εργασιακής του σύμβασης δε συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του. Ως εκ τούτου το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμο.
Ακόμα, αποδείχθηκε πως η εναγόμενη δεν κατέβαλε για το διάστημα των μηνών Μαρτίου 2012 έως Σεπτεμβρίου 2012 τις δεδουλευμένες αποδοχές του ενάγοντος που αντιστοιχούσαν σε εργασία τεσσάρων ημερών εβδομαδιαίως και οκτώ ωρών ημερησίως, αλλά του κατέβαλε αυθαίρετα μειωμένες αποδοχές κατά ποσοστό 15%, με αποτέλεσμα αντί του ποσού των 1135,30 ευρώ, στο οποίο ανέρχονταν οι νόμιμες αποδοχές του, να λαμβάνει για το ανωτέρω διάστημα το ποσό των 965 ευρώ μηνιαίως. Επομένως η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα ως διαφορά για το διάστημα αυτό το ποσό των {(1135-965=)170,30 ευρώ Χ 7 μήνες =} 1192,10 ευρώ. 
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω έπρεπε οι αγωγές να γίνουν εν μέρει δεκτές, να αναγνωρισθεί ως άκυρη η από 15.1.2013 και η από 28.1.2013 θέση του ενάγοντος σε ενάγοντα σύστημα εκ περιτροπής απασχόληση δύο ημερών εβδομαδιαίως και μίας ημέρας εβδομαδιαίως αντιστοίχως, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα: α]το ποσό των 1192,10 ευρώ ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών για το διάστημα Μαρτίου 2012 έως Σεπτεμβρίου 2012, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα που κάθε μερικότερο ποσό έπρεπε να καταβληθεί, β]το ποσό των 8.314,22 ευρώ ως διαφορές αποδοχών υπερημερίας για το διάστημα Ιανουαρίου έως και Οκτωβρίου 2013, με το νόμιμο τόκο ως προς τη διαφορά επί των μηνιαίων αποδοχών από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα που κάθε μερικότερο ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ως προς τη διαφορά επιδόματος Πάσχα 2013 από την 30.4.2013 και ως προς το επίδομα αδείας από 1.1.2014, γ]το ποσό των 6.689,41 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 1504,83 ευρώ από 25.9.2014, ως προς το ποσό των 2.592,29 από 25.11.2014 και ως προς το ποσό των 2592,29 ευρώ από 25.1.2015. Η εκκαλουμένη δεν δέχθηκε πως υπήρξε αποδοχή από τον ενάγοντα της βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασιακής του σύμβασης για το διάστημα Ιανουραρίου 2010 έως Ιανουαρίου 2013, χωρίς ωστόσο να του επιδικάσει διαφορές επί των αποδοχών υπερημερίας για το εν λόγω διάστημα, καθώς και διαφορές επί των δεδουλευμένων αποδοχών για το διάστημα Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 2012, διότι εσφαλμένως θεώρησε πως το σχετικό αίτημα είχε υποβληθεί επικουρικώς, περαιτέρω δέχθηκε πως ήταν άκυρη ως καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και πως προσβλήθηκε η προσωπικότητα του, επιδικάζοντάς του ως χρηματική ικανοποίηση το συνολικό ποσό των 1000 ευρώ και ως αποδοχές υπερημερίας  το ποσό των 3.575 ευρώ για το διάστημα Αυγούστου 2013 έως Οκτωβρίου 2013, καθώς και το ποσό των 6.343,39 ευρώ για το διάστημα από 24.3.2014 έως τη συζήτηση της υπόθεσης. Κρίνοντας όμως έτσι ούτε το νόμο ορθά εφάρμοσε ούτε τις αποδείξεις σωστά εκτίμησε, όπως βάσιμα εν μέρει παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις εφέσεις τους.  Πρέπει λοιπόν να γίνουν εν μέρει δεκτές οι εφέσεις και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη. Περαιτέρω το δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της και τελικά να κάνει εν μέρει δεκτές τις αγωγές ως βάσιμες κατά ένα μέρος, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν την εναγομένη που ηττάται κατά την έκταση της ήττας της (άρθρα 176, 178, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις με αρ. εκθ. καταθ. 169/30.4.2015 και  173/4.5.2015 εφέσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις από τυπική και ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 159/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών .
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ  την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ όσα κρίθηκαν απορριπτέα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τις με αρ. καταθ. 2776/20.9.2013 και 1529/2.6.2014 αγωγές.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ως άκυρη την από 15.1.2013 και την από 28.1.2013 θέση του ενάγοντος σε σύστημα εκ περιτροπής απασχόληση δύο ημερών εβδομαδιαίως και μίας ημέρας εβδομαδιαίως αντιστοίχως.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα : α]το ποσό των 1192,10 ευρώ ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών για το διάστημα Μαρτίου 2012 έως Σεπτεμβρίου 2012, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα που κάθε μερικότερο ποσό έπρεπε να καταβληθεί, β]το ποσό των 8.314,22 ευρώ ως διαφορές αποδοχών υπερημερίας για το διάστημα Ιανουαρίου έως και Οκτωβρίου 2013, με το νόμιμο τόκο ως προς τη διαφορά επί των μηνιαίων αποδοχών από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα που κάθε μερικότερο ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ως προς τη διαφορά επιδόματος Πάσχα 2013 από την 30.4.2013 και ως προς το επίδομα αδείας από 1.1.2014, γ]το ποσό των 6.689,41 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 1504,83 ευρώ από 25.9.2014, ως προς το ποσό των 2.592,29 από 25.11.2014 και ως προς το ποσό των 2.592,29 ευρώ από 25.1.2015.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης και τα καθορίζει σε  600 ευρώ.
   Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα στις 28 Δεκεμβρίου 2017 σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΟΥ, Νομολογιακές εξελίξεις στον δικαστικό έλεγχο των ανυπόστατων πράξεων (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 2649/2017) Αναδημοσίευση από www.prevedourou.gr

Ε.ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΟΥ, Νομολογιακές εξελίξεις στον δικαστικό έλεγχο των ανυπόστατων πράξεων (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 2649/2017) Αναδημοσίευση από www.prevedourou.gr

Νομολογιακές εξελίξεις στον δικαστικό έλεγχο των ανυπόστατων πράξεων (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 2649/2017)

1.Η ελληνική έννομη τάξη διακρίνει δύο είδη ελαττωματικών πράξεων. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις πράξεις που φέρουν κάποια από τις πλημμέλειες που απαριθμούνται στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και αντιστοιχούν στους λόγους ακύρωσης που εξειδικεύονται στα ειδικότερα δικονομικά νομοθετήματα. Πρόκειται για τις ακυρώσιμες ή ακυρωτέες πράξεις, δηλαδή τις παράνομες πράξεις, που λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας, διατηρούν την ισχύ τους μέχρι την ακύρωσή τους από τον διοικητικό δικαστή ή την ανάκλησή τους ή ακύρωσή τους από το καθ’ ύλην αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις λεγόμενες ανυπόστατες πράξεις. Πρόκειται για έννοια που έχει μεν ως αφετηρία την πράξη που δεν απέκτησε υπόσταση, διότι δεν ολοκληρώθηκε η κατά τον νόμο διαδικασία παραγωγής της, ερμηνεύεται όμως διασταλτικά, προκειμένου να καλύψει και πράξεις που πάσχουν από σοβαρά και πρόδηλα νομικά ελαττώματα [1].

2.Η σημαντικότερη κατηγορία ανυπόστατων πράξεων είναι οι εν στενή εννοία ανυπόστατες, οι οποίες περιλαμβάνουν (α) πράξεις που δεν καταλογίζονται σε διοικητικό όργανο, καθόσον εκδόθηκαν είτε κατά νόσφιση εξουσίας ή αντιποίηση αρχής, είτε από όργανο που δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, είτε χωρίς τη βούληση του διοικητικού οργάνου (λόγω απειλής ή υπό τύπον αστείου), (β) ατελείς πράξεις, εκείνες δηλαδή που στερούνται του αναγκαίου για τη νομική ολοκλήρωσή τους συστατικού τύπου. Έτσι, ανυπόστατες είναι οι πράξεις των οποίων δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία παραγωγής. Ειδικότερα, το ανυπόστατο της πράξης συνεπάγεται η έλλειψη αποτύπωσης σε έγγραφο, η έλλειψη υπογραφής [2], όπως επίσης η έλλειψη δημοσίευσης, κατά τον προσήκοντα τρόπο [3]  στην περίπτωση των κανονιστικών πράξεων και των δημοσιευτέων ατομικών [4]. Η δημοσίευση πρέπει να καλύπτει και τα συνοδευτικά των πράξεων έγκρισης ή τροποποίησης πολεοδομικών σχεδίων τοπογραφικά διαγράμματα [5]. Το ίδιο ισχύει και για τα διαγράμματα που συνοδεύουν πράξεις χαρακτηρισμού περιοχής ως αναδασωτέας, οριοθέτησης αιγιαλού και χαρακτηρισμού έκτασης ως τουριστικού δημόσιου κτήματος. Επίσης, όταν για την εφαρμογή των διατάξεων κανονιστικής πράξη γίνεται χρήση διαδικτυακής εφαρμογής, όπως στην περίπτωση ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων, τότε πρέπει να δημοσιεύονται μαζί με τις διατάξεις της πράξης και όλα τα στοιχεία που εμφανίζονται στην εφαρμογή [6]. Αντιθέτως, η ανάρτηση των κανονιστικών διοικητικών πράξεων στο διαδίκτυο (Διαύγεια) σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3861/2010 [7] δεν αποτελεί όρο του υποστατού της πράξης, αλλά αφορά τη δυνατότητα εκτέλεσής της [8]. Κατ’ εξαίρεση, πάντως, η ανάρτηση στο διαδίκτυο μπορεί να αποτελεί τον επιβαλλόμενο από τον νόμο τρόπο δημοσίευσης, οπότε η έλλειψή της καθιστά την πράξη ανυπόστατη [9]. Στις εν στενή εννοία ανυπόστατες πράξεις θα πρέπει να ενταχθούν και οι πράξεις από το περιεχόμενο των οποίων απουσιάζει ουσιώδες στοιχείο που απαιτεί ο νόμος για πράξεις αυτού του είδους, όπως η οικοδομική άδεια στην οποία δεν προσδιορίζεται η αδειοδοτούμενη κατασκευή [10]. Εκτός από την ανωτέρω κατηγορία των εν στενή εννοία ανυπόστατων πράξεων, η νομολογία διαμόρφωσε και μια δεύτερη κατηγορία ανυπόστατων πράξεων, αυτών που φέρουν προφανή νομικά ελαττώματα αυξημένης βαρύτητας, ώστε να γίνονται αντιληπτά από τον μέσο διοικούμενο, με συνέπεια να μη συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος του τεκμηρίου νομιμότητας που έγκειται στη σταθερότητα και ασφάλεια των διοικητικών εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζονται στην εν λόγω πράξη. Πράγματι, τα νομικά της ελαττώματα είναι τόσον εμφανή, ώστε στερούν από την πράξη τη δυνατότητα να αποτελέσει το σταθερό έρεισμα εννόμων σχέσεων. Και στην περίπτωση αυτή η πράξη αντιμετωπίζεται ως εξαρχής ανίσχυρη και χαρακτηρίζεται ως ανυπόστατη. Ακόμη δηλαδή και αν η πράξη υφίσταται οντολογικά, το νομικό ελάττωμα είναι τόσο ουσιώδες, χονδροειδές και πρόδηλο ώστε ούτε η εμπιστοσύνη του ιδιώτη προς το κύρος της εμφανίζεται αντικειμενικά δικαιολογημένη ούτε η έννομη τάξη μπορεί να ανεχθεί την ισχύ της και να εξαρτήσει την εξαφάνισή της από τη διοικητική ανάκληση ή τη δικαστική ακύρωση. Η πράξη θεωρείται νομικά ανυπόστατη. Στη δεύτερη αυτή υποκατηγορία εντάσσονται οι πράξεις που εκδίδονται καθ’ υπέρβαση καθηκόντων, δηλαδή από διοικητικό όργανο το οποίο ασκεί εξουσία η οποία ανήκει, κατά το Σύνταγμα, είτε στη δικαστική είτε στη νομοθετική λειτουργία (εν προκειμένω δεν υπάρχει κανένα διοικητικό όργανο με την αρμοδιότητα αυτή), καθώς και όσες εκδίδονται από κατά κλάδον αναρμόδιο όργανο, δηλαδή κατά παράβαση του πλαισίου αρμοδιότητας του οικείου υπηρεσιακού κλάδου. Πρόκειται για σοβαρή μορφή καθ’ ύλην αναρμοδιότητας, η οποία συνδέεται με την άσκηση αρμοδιοτήτων διαφορετικού υπουργείου από εκείνο στο οποίο ανήκει το όργανο που εκδίδει την πράξη. Έτσι, είναι ανυπόστατη η βεβαίωση φόρου από την αστυνομική αρχή, ή ο διορισμός του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης από τον Υπουργό Εξωτερικών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτηρισμός των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Δογματικά συνεπής είναι ο χαρακτηρισμός τους ως ανυπόστατων, με το σκεπτικό ότι η Διοίκηση υφαρπάζει νομοθετική εξουσία που δεν της ανήκει, οπότε δρα καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων της [11]. Η τάση της νομολογίας, πάντως, είναι να ακυρώνει τις πράξεις αυτές χωρίς μνεία περί ανυποστάτου [12]. Ως ανυπόστατες θα πρέπει να χαρακτηρισθούν και οι πράξεις των οποίων το περιεχόμενο είναι αντιφατικό, αόριστο ή δυσνόητο. Οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν από το τεκμήριο νομιμότητας, αφού αντιστρατεύονται την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, στο μέτρο που δεν περιέχουν σαφή νομική ρύθμιση, την οποία μπορεί να αντιληφθεί ο μέσος, συνετός διοικούμενος.

3. Κύρια συνέπεια του ανυπόστατου των διοικητικών πράξεων είναι η εξαρχής έλλειψη εννόμων συνεπειών χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης ή ανακλητικής ή ακυρωτικής πράξης της Διοίκησης. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δικαστική προστασία, ισχύει, κατ’ αρχήν, ο κανόνας του απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος (αίτησης ακύρωσης ή προσφυγής ουσίας) που έχει ως αντικείμενο την ευθεία προσβολή τους, με το αιτιολογικό ότι δεν είναι δυνατόν να ακυρωθεί μια ήδη ανίσχυρη πράξη. Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριπτε, αρχικά, ως απαράδεκτο το ένδικο βοήθημα  κατά των ανυπόστατων πράξεων, ακριβώς ελλείψει ύπαρξης εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού. Με την έκδοση όμως απορριπτικής απόφασης λόγω απαραδέκτου, η ανυπόστατη πράξη εξακολουθούσε να παραμένει στην έννομη τάξη, με συνέπεια η Διοίκηση να μπορεί να την εφαρμόσει έναντι άλλων διοικουμένων, που δεν δεσμεύονταν από το δεδικασμένο. Δηλαδή η δεσμευτική εμβέλεια του δεδικασμένου της απορριπτικής απόφασης (λόγω απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος) ενεργεί μόνο μεταξύ των διαδίκων της δίκης, οπότε υπολείπεται σαφώς εκείνης που έχει μια ακυρωτική δικαστική απόφαση, η οποία αναπτύσσει ως προς το διατακτικό της διαπλαστική ενέργεια που ισχύει έναντι όλων και συνεπάγεται εξαφάνιση της ελαττωματικής πράξης από την έννομη τάξη. ΄Ετσι, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 87/2011, το Δικαστήριο εγκατέλειψε την πάγια νομολογία του, και προβαίνει στην ακύρωση των ανυπόστατων κανονιστικών πράξεων, ανεξαρτήτως του αν αυτές έχουν τύχει εφαρμογής ή όχι. Κατά τη βασική σκέψη της απόφασης, «ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον». Κατά μειοψηφούσα, πάντως, γνώμη, «οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως)». Κατά άλλη, τέλος, γνώμη, «κανονιστική πράξη η οποία δεν έχει τελειωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή με την τήρηση του τυχόν προβλεπόμενου για τη δημοσιότητά της ειδικού τρόπου, απαραδέκτως, κατ΄ αρχήν, προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι είναι νομικά ανυπόστατη και, ως εκ τούτου, δεν παράγει, κατά νόμον, έννομες συνέπειες. Ωστόσο, κατ΄ εξαίρεση, όταν τέτοια πράξη, παρά τη μη κατά τ΄ ανωτέρω τελείωσή της, έχει ήδη εφαρμοσθεί ή έχει εκδηλωθεί με συγκεκριμένες ενέργειες η σαφής πρόθεση της Διοίκησης να προβεί, πριν τη δημοσίευση, στην εφαρμογή της (όπως όταν η εκδούσα αρχή την κοινοποιεί στις υπηρεσίες για να την εφαρμόσουν), τότε, η πράξη αυτή, επειδή, παρά τη μη δημοσίευσή της, προκαλεί, πάντως, ή πρόκειται να προκαλέσει, με την έκδοση ατομικών πράξεων, μεταβολές στον νομικό κόσμο, λογίζεται, για λόγους ασφαλείας του δικαίου, ως παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως και είναι «ακυρωτέα», με την έννοια της έναντι πάντων διαπιστώσεως του ανισχύρου της».

4. Η νομολογιακή αυτή μεταστροφή εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, αφού καταλήγει στην εξαφάνιση από την έννομη τάξη των βαρέως ελαττωματικών κανονιστικών πράξεων [ως προς τις οποίες το δικαστήριο αναγνωρίζει ρητώς ότι δεν παράγουν έννομες συνέπειες ως ανυπόστατες, αλλά τις χαρακτηρίζει ως ακυρωτέες], προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Με τη νομολογία αυτή πραγματοποιείται, αναμφίβολα, υπέρβαση κάποιων δογματικών ζητημάτων του διοικητικού δικονομικού δικαίου [παραδεκτό ενδίκου βοηθήματος κατά μη εκτελεστής πράξης και διατακτικό (αναγνωριστικής φύσης: διαπίστωση erga omnes του ανυποστάτου) που δεν προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις]. Διατηρείται, πάντως το απρόθεσμο της δικαστικής προσβολής της ανυπόστατης πράξης ενώ δεν φαίνεται να απαιτείται η προηγούμενη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής.

5. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου και αποφυγής του ενδεχομένου έκδοσης πράξεων με το περιεχόμενο της ανυπόστατης κανονιστικής, που βεβαίως θα δημοσιευθούν, παρατηρείται στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η τάση του Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας των ανυπόστατων κανονιστικών πράξεων που ακυρώνει. Διαπιστώνει, δηλαδή, τον λόγο του ανυποστάτου, που είναι, κατά κανόνα, η έλλειψη δημοσίευσης της προσβαλλόμενης πράξης κανονιστικού χαρακτήρα (ΣτΕ Ολ 2649/2017, 776/2017, 2353/2016) και προβαίνει στην ακύρωσή της, αλλά προχωρεί, στη συνέχεια, και στον έλεγχο νομιμότητας του περιεχομένου της, που ενδέχεται να φέρει και άλλα ελαττώματα πλην αυτού που προκάλεσε το ανυπόστατο.

6. Έτσι, με την απόφαση ΣτΕ 776/2017, το Γ΄ Τμήμα έκρινε ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ρυθμίζεται η λειτουργία της Κινητής Ιατρικής Μονάδας Νεογνών του Ε.Κ.Α.Β., περιέχει αφηρημένη και απρόσωπη ρύθμιση· ως εκ τούτου, ενόψει του περιεχομένου της, έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης, η οποία έπρεπε να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 3469/2006, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται γι' αυτήν στον νόμο άλλος τρόπος δημοσιότητας. Όπως, όμως, προκύπτει από το … έγγραφο των απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με το … έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου, η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ούτε προκύπτει δημοσίευσή της με άλλον τρόπο· συνεπώς είναι ανυπόστατη. Για τον λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να ακυρωθεί (ΣτΕ 2353/2016, Ολ 87/2001)». Στη συνέχεια, διαπιστώνει ότι «εξάλλου, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, εκδόθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση» και δέχεται ότι «[σ] υνεπώς, είναι ακυρωτέα, και για τον λόγο αυτό, που επίσης βασίμως προβάλλεται (βλ. ΣτΕ Ολ 3692/2009)». Με την απόφαση ΣτΕ 2353/2016 έκρινε επίσης ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία καθορίζονται η τοποθέτηση των ειδικευόμενων ιατρών σε τμήματα του νοσοκομείου για την εκπαίδευσή τους, οι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση της εκπαίδευσης και τη χορήγηση πιστοποιητικών ειδίκευσης και η διενέργεια των εφημεριών, περιέχει αφηρημένη και απρόσωπη ρύθμιση που άπτεται της λειτουργίας του νοσοκομείου· ως εκ τούτου, ενόψει του περιεχομένου της, έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως, η οποία έπρεπε, να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω άρθρο 1 παρ. 1 εδ. γ του ν. 301/1976, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται γι’ αυτήν στο νόμο άλλος τρόπος δημοσιότητας. Από τα στοιχεία του φακέλου όμως δεν προκύπτει ότι η απόφαση αυτή έχει δημοσιευθεί, όπως επεβάλλετο, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, συνεπώς είναι ανυπόστατη. Για το λόγο δε αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως πρέπει να ακυρωθεί (ΣτΕ 3756/2012698/20124229/20113720/2011. Περαιτέρω, έκρινε ότι η ως άνω πράξη είναι μη νόμιμη διότι περιέχει ρυθμίσεις που δεν στηρίζονται στις διατάξεις που κατά τον νόμο διέπουν την οργάνωση του οικείου νοσοκομείου. Καταλήγει, επομένως, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να ακυρωθεί, κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια, η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου …, τόσο ως ανυπόστατη, και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν έχει εφαρμοσθεί ή όχι (βλ. ΣτΕ Ολ 87/2011, 1082/2013), όσο και ως μη νόμιμη (πρβλ. ΣτΕ 1727/20112637/2006).

7. Τέλος, με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, ΣτΕ Ολ 2649/2017, που αφορούσε την ΚΥΑ σχετικά με τον τύπο, το περιεχόμενο και τη διαδικασία υποβολής των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων («πόθεν έσχες») ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη πράξη ως ανυπόστατη, διότι κρίθηκε ότι δεν είχε δημοσιευθεί προσηκόντως, και ως μη νόμιμη διότι κρίθηκε ότι η νομοθεσία που διέπει την υποβολή των δηλώσεων αυτών είναι σε πολλά σημεία αντίθετη προς το Σύνταγμα. Αφού, δηλαδή, το Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη η οποία δεν δημοσιεύθηκε πλήρως οπότε δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, εξέτασε και τους λοιπούς λόγους ακύρωσης λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων τα οποία αφορούν τη νομιμότητά της. Όσον αφορά τη δημοσίευση, η πλημμέλεια συνίστατο στη μη συνδημοσίευση των παραμετρικών τιμών και των οδηγιών συμπλήρωσης ηλεκτρονικής δήλωσης, κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου καθιστά ανυπόστατη –και, ως τέτοια, ακυρωτέα– την κανονιστική πράξη στο σύνολό της [13].

[1] Βλ. διεξοδική ανάλυση σε Κ. Γώγο, Η ανυπόστατη πράξη, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.

[2] Διαφορετική είναι η προσέγγιση του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά τη χρονολογία της διοικητικής πράξης, η οποία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κατάρτισής της (ΣτΕ 1857/1977), γιατί από αυτήν κρίνεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που λαμβάνεται υπόψη για την έγκυρη έκδοσή τους (ΣτΕ Ολ 2956/1964). Η νομολογία δέχεται ότι η έλλειψη χρονολογίας επάγεται, για λόγους ασφάλειας των νομικών σχέσεων, την ακυρότητά της πράξης και όχι το ανυπόστατο αυτής. ΣτΕ 453/2011: «κατ’ εφαρμογήν της αρχής της νομιμότητος της διοικητικής δράσεως, οι διοικητικές πράξεις πρέπει να έχουν βεβαία χρονολογία, διότι από αυτήν κρίνεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που είναι ληπτέο υπόψιν για την έγκυρη έκδοσή τους. Επομένως, η έλλειψη του στοιχείου αυτού επάγεται ακυρότητα της κατ’ αυτόν τον τρόπο ατελώς δηλωθείσης διοικητικής βουλήσεως, προκειμένου δε ειδικότερα περί καταλογιστικών πράξεων, η έλλειψη χρονολογίας καθιστά αυτές νομικώς πλημμελείς (ΣτΕ 2763/2001, 4487/2001, 250/1996, 1262/1991). Η νομική δε αυτή πλημμέλεια, η οποία προκύπτει από την ίδια την πράξη και συνεπάγεται την ολική ακύρωση της, λαμβάνεται υπόψιν και αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια». Βλ. και ΣτΕ 2282/2014 [www.prevedourou.gr, Οι συνέπειες της έλλειψης ημερομηνίας έκδοσης της διοικητικής πράξης για το «κύρος» αυτής: ΣτΕ 2282/2014˙ Σ. Κυβέλου, Πρακτικά ζητήματα που αναφύονται εξαιτίας της έλλειψης ημερομηνίας έκδοσης μιας διοικητικής πράξης. Με αφορμή την ΣτΕ 2282/2014, ΘΠΔΔ 8-9/2014, σ. 773˙ Α. Αθανασάκη, παρατηρήσεις, ΘΠΔΔ 3/2015, σ. 277].

[3] Ν. 3469/2006.

[4] Από το Σύνταγμα επιβάλλεται η πλήρης δημοσίευση όχι μόνο των τυπικών νόμων, αλλά και όλων των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους (ΣτΕ Ολ 87/2011).

[5] Άρθρο 22 παρ. 7 του Ν. 1735/1987 (ΦΕΚ Α΄195). [6] ΣτΕ Ολ 2649/2017, σκέψη 11.

[7] «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 112).

[8] Η γενική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 3861/2010 περί ανάρτησης όλων των κανονιστικού χαρακτήρα διοικητικών πράξεων (αλλά και όλων των νόμων, π.ν.π., κ.α.) στο διαδίκτυο σκοπεί στη διασφάλιση της ευρύτατης δημοσιότητας των αναρτητέων πράξεων, χωρίς, πάντως, να θίγει τις διατάξεις του Ν. 3469/2006 (ΦΕΚ Α΄ 131), όσον αφορά στην υποχρέωση δημοσίευσης των κανονιστικού χαρακτήρα πράξεων στην ΕτΚ.

[9] ΣτΕ 1112/2017 του Ε΄ Τμήματος (5μ), παραπεμπτική στην 7μελή σύνθεση, για τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ) και τις μεταβολές τους: «η ανάρτηση των ΑΕΠΟ έργων και δραστηριοτήτων Α΄ κατηγορίας στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Περιβάλλοντος με τις ανωτέρω τεχνικές προδιαγραφές και με το ανωτέρω περιεχόμενο, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη στο άρθρο 19 του ν. 4014/2011 ενημέρωση του κοινού και τη δημόσια διαβούλευση επί του περιεχομένου των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο στάδιο που προηγείται της έκδοσης της ΑΕΠΟ, καθώς και με την προβλεπόμενη στον ν. 3861/2010 ανάρτηση των ΑΕΠΟ στον δικτυακό τόπο του προγράμματος “Διαύγεια”, καθιστά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 19α του ν. 4014/2011 τρόπο δημοσίευσης των ΑΕΠΟ έργων και δραστηριοτήτων Α΄ κατηγορίας πρόσφορο τρόπο πλήρους γνωστοποίησης του περιεχομένου τους».

[10] ΣτΕ 2824/1999. Αρθρο 1 του Ν. 4030/2011. [11]. 'Ετσι, πειστικά,  ο Κ.Γώγος, Η ανυπόστατη πράξη... [12] ΣτΕ 1755/2017,  Ολ 4754/2012, 3922/2007, 3938/1998.

[13] Βλ. αυστηρή κριτική από Α. Καϊδατζή, ‘Πόθεν έσχες’: Έλεγχος νομιμότητας ανυπόστατης πράξης και αφηρημένος έλεγχος συνταγματικότητας του νόμου, υπό δημοσίευση Αρμ. 9/2017˙ στο ίδιο πνεύμα και Χ. Κουρουνδή, Το μετέωρο βήμα του δικαστικού ακτιβισμού: η περίπτωση της ΣτΕ Ολ 2649/2017, ΘΠΔΔ 10/2017, σ. 945.

Μονομελές Εφετείο Πατρών 549/2017 - Κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου - δικαστική απόφαση εκδοθείσα στην Ουκρανία - προϋποθέσεις - τοπική αρμοδιότητα υποθέσεων διατροφής

Μονομελές Εφετείο Πατρών 549/2017 - Κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου - δικαστική απόφαση εκδοθείσα στην Ουκρανία - προϋποθέσεις - τοπική αρμοδιότητα υποθέσεων διατροφής



Αριθμός 549/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από την Γραμματέα, Αφροδίτη Γεωργίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ : ................, κατοίκου Γρανιτσέικων του Νομού Ηλείας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Παναγιώτη Μίλη (του Δ.Σ Αθηνών) που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ........................ (πατρώνυμο ..............), κατοίκου Ουκρανίας (.....................), νομίμως εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από το Ελληνικό Δημόσιο και εν προκειμένω τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Κίεβο στις 2 Ιουλίου 2002 και κυρώθηκε με το Ν. 3281/2004 (ΦΕΚ Α' 207/1-11-2004) περί «Κυρώσεως της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις» (άρθρο 3) και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ' του Ν. 3086/2002 (ΦΕΚ Α' 324) «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Κατάσταση των Λειτουργών και των υπαλλήλων του», η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Γεώργιο Δεληγιάννη, που κατέθεσε προτάσεις .

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΣ : στον κ. Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, που δεν παραστάθηκε.

Η εφεσίβλητη-αιτούσα με την από 16.11.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΕ289/27-11-2012 αίτησή της που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτή. Ο κυρίως παρεμβαίνων-εκκαλών με την από 11.1.2013 και με αριθμό καταθέσεως ΜΕ7/11 -1 -2013 κύρια παρέμβασή του, που άσκησε στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο ζήτησε να γίνει δεκτή αυτή και να απορριφθεί η προαναφερόμενη αίτηση της απούσας. Επί των υποθέσεων αυτών, που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 91/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που δέχτηκε την αίτηση και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ως άνω κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλών με την από 11.6.2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Ηλείας 44/2013  έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε με την 114/2016 πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών η 12η Ιανουάριου 2017, οπότε και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (2.11.2017). Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη από 11.6.2013 (αριθμ κατ. δικ. 44/14-6-2013) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 91/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ και 741 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεσή της, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο (ως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατ άρθρο 44 του Ν.4446/2016), πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1, 741, 739 επ ΚΠολΔ), μετά και την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, με την επίδοση αντιγράφου της, σύμφωνα με τα άρθρα 748 παρ. 2 και 760 ΚΠολΔ στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πατρών (βλ. υπ’αριθμ 2481/11.1.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, Κωνσταντίνου Κατριβέση).

Κατ άρθρο 905 παρ.1 ΚΠολΔ «με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του Μονομελούς Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους». Ως εκ τούτου τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο σχετικά με την κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα τελούν υπό την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες, κατ' άρθρ. 28 του Συντάγματος, υπερέχουν των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ και συνεπώς τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόζονται επί απόφασης δικαστηρίου χώρας, με την οποία η Ελλάδα έχει καταρτίσει διεθνή σύμβαση (ΑΠ 670/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος). Με τις διατάξεις δε του Ν. 3281/2004 κυρώθηκε και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις που υπογράφηκε στο Κίεβο στις 2/7/2002, όπου στην παρ. 3 του άρθρου 1 αυτού διευκρινίζεται ότι «για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας, ως αστικές υποθέσεις θεωρούνται οι υποθέσεις αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου», ενώ στις διατάξεις των άρθρων 20 έως 23 του ως άνω νόμου ρυθμίζονται τα σχετικά με την αναγνώριση και εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, δηλαδή ορίζονται οι προϋποθέσεις (θετικές και αρνητικές) που πρέπει να συντρέχουν ώστε να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση που εκδόθηκε σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη από το έτερο Συμβαλλόμενο Μέρος. Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παρ. 1 ορίζεται ότι «καθένα εκ των Συμβαλλομένων Μερών αναγνωρίζει και εκτελεί στην επικράτειά του τις ακόλουθες αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, και έχουν κηρυχθεί εκτελεστές σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους: α) δικαστικές αποφάσεις επί αστικών υποθέσεων...», ήτοι αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου (σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου), στο άρθρο 21 ορίζεται ότι «1. Αρμόδια να αποφασίσουν επί αιτήματος για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης είναι τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους εντός της επικράτειας του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση. 2. Η αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης δύναται να υποβληθεί απευθείας από τον αιτούντα προς το αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου ζητείται να γίνει η αναγνώριση και η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. 3. Η αίτηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος, β. Περίληψη του αιτήματος, γ. Κατάλληλη υπογραφή. 4. Η αίτηση συνοδεύεται από: α. Επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, καθώς και πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως ή μερικώς εκτελεστή και οριστική, εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν περιέχονται στην ίδια τη δικαστική απόφαση, β. Πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι ο ηττηθείς διάδικος που δεν παραστάθηκε στη δίκη κλήθηκε κατά τα δέοντα σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, γ. Μετάφραση των εγγράφων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, καθώς και μετάφραση του αιτήματος, εάν το εν λόγω αίτημα δεν έχει συνταχθεί στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωρισθεί και να εκτελεστεί η απόφαση», ενώ στο άρθρο 22 του ως άνω νόμου ορίζονται περιοριστικά οι περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αναγνώριση και η εκτέλεση δικαστικής απόφασης Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με το οποίο «η αναγνώριση και εκτέλεση μίας δικαστικής απόφασης μπορεί να μην γίνει δεκτή στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. Εάν ο ηττηθείς διάδικος δεν παραστάθηκε στη δίκη επειδή δεν είχε κληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, β. Εάν μία οριστική απόφαση έχει εκδοθεί προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με την ίδια υπόθεση από δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση, γ. Εάν η απόφαση της οποίας η αναγνώριση ζητείται, είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση». Η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, με την έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 33 του ΑΚ, κρίνεται όχι από την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων, διαφορετικών από τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν οι τελευταίες αφορούν την εσωτερική δημόσια τάξη και αποτελούν κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά από το εάν και κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση που έδωσε η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην Ελληνική Επικράτεια έννομες συνέπειες που προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν στην Ελλάδα σε ορισμένο χρόνο και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον Ελλαδικό χώρο και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα (βλ. ΟλΑΠ 6/1990, ΑΠ 1314/1994, ΑΠ 108/ 2001, ΑΠ 1255/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Γίνεται δε δεκτό ότι υπάρχει αντίθεση στη δημόσια τάξη λόγω εφαρμογής ορισμένης διάταξης του δικονομικού δικαίου αν η διάταξη αυτή δεν εξασφαλίζει επαρκή άμυνα στο διάδικο (βλ. ΕφΑΘ 6341/1999 ΑρχΝ 1999. 703). «δ. Εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, εντός της επικράτειας του οποίου η δικαστική απόφαση πρόκειται να αναγνωρισθεί και να εκτελεστεί, τα δικαστήρια αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης της υπόθεσης»..

Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 1 του ΚΠολΔ, που καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων, στη δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί εφόσον υπάρχει (κατά τόπο) αρμοδιότητα Ελληνικού Δικαστηρίου. Επομένως, προς διαπίστωση της συνδρομής ή όχι του ως άνω για την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης, απαιτουμένου εκτός των άλλων, όρου της υπαγωγής της υπόθεσης στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Κράτους, στο οποίο ανήκε το Δικαστήριο που την εξέδωσε, οφείλει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 22 - 45, 614, 616 και 622 του ΚΠολΔ, περί δικαιοδοσίας και κατά τόπον αρμοδιότητος (δωσιδικίας) και βάσει αυτών να εξετάσει αν η διαφορά θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να αποκλείεται και η έγκυρη, κατά το Ελληνικό δίκαιο, συμφωνία των διαδίκων περί παρέκτασης της αρμοδιότητας. Κατά την έρευνα των στοιχείων, που θεμελιώνουν τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου, ο Ελληνας δικαστής δεν δεσμεύεται, κατ' αρχήν, από τη διαδικασία ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου, καθώς και από τα συμπεράσματα του αλλοδαπού δικαστή για τα γεγονότα. Καθώς όμως δεν έχει εξουσία να αναδικάσει την υπόθεση, δεσμεύεται από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε ο αλλοδαπός δικαστής σε σχέση με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας του και επομένως οφείλει να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του, αν με βάση τα περιστατικά αυτά τα ελληνικά δικαστήρια θα είχαν δικαιοδοσία για την υπόθεση κατά τα άρθρα 3, 22 - 44 και 66 επ. ΚΠολΔ (βλ. σχ. Νικολόπουλο: σε Ερμ ΚΠολΔ Κεραμέως - Κονδύλη - Νίκα, κάτω από το άρθρο 905 αριθ. 23 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία, ΕφΑΘ 6044/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 33 ΚΠολΔ και 321 ΑΚ, από τις οποίες η δεύτερη αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της αρμοδιότητας που ορίζεται στην ΚΠολΔ 33, όταν πρόκειται για εκπλήρωση χρηματικής παροχής, τέτοια δε αποτελεί και η καταβολή της διατροφής σε χρήμα, προκύπτει ότι υπάγονται στην αρμοδιότητα του άρθρου 33 ΚΠολΔ και οι διαφορές από την εκτέλεση των από το οικογενειακό δίκαιο συμβάσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο γάμος, καθώς και οι αξιώσεις διατροφής, αφού αυτές στηρίζονται στη συζυγική σχέση που απορρέει από το γάμο μεταξύ των διαδίκων και ο νόμος τις ορίζει ως συνέπεια της παραβίασης αυτής της σχέσης. Έτσι, στις υποθέσεις διατροφών μεταξύ κατιόντων και ανιόντων στη διάρκεια ή μετά τη λύση του γάμου κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης της παροχής κατ’ άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 321 ΑΚ, δηλαδή ο τόπος όπου ο υπόχρεος σε διατροφή οφείλει να την εκπληρώνει, δηλαδή να την καταβάλει, τέτοιος δε είναι ο τόπος της κατοικίας του δικαιούχου της διατροφής (Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική -Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, Τόμος Α\ Αθήνα 1996, άρθρο 33, αριθμ. 5, σελ. 249). Η ανωτέρω δε ειδική δωσιδικία είναι συντρέχουσα με τη γενική δωσιδικία του τόπου της κατοικίας του εναγομένου κατ’ άρθρο 22 ΚΠολΔ. Έτσι, στις περιπτώσεις υποθέσεων διατροφής με στοιχεία αλλοδαπότητας, ως στην προκειμένη περίπτωση, όταν ο υπόχρεος σε διατροφή και εναγόμενος διαμένει στην ελληνική επικράτεια και ο δικαιούχος της διατροφής και ενάγων διαμένει στην Ουκρανία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν καταρχήν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υπόθεσης, αλλά δεν έχουν την αποκλειστική κατά τόπο αρμοδιότητα για την εκδίκασή της, διότι συντρέχουν η γενική δωσιδικία του άρθρου 22 ΚΠολΔ και η ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής κατ' άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 321 ΑΚ, με αποτέλεσμα κατά τόπο αρμόδια να είναι τόσο τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και υπόχρεου προς διατροφή, αλλά και τα ουκρανικά, σύμφωνα με την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι της κατοικίας του δανειστή, δικαιούχου της διατροφής και ενάγοντος στη σχετική δίκη.

Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη με την ένδικη αίτησή της, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, εξέθετε ότι με την από 30.11.2010 οριστική και εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιορχή Λένινσκιι της Ουκρανίας, ως αυτή διορθώθηκε με την από 1.7.2011 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, έγινε εν μέρει δεκτή η από Φεβρουάριου 2009 αγωγή της κατά του εν διαστάσει συζύγου της, Ιωάννη Κρητικού του Γεωργίου, κατοίκου Γρανιτσέικων Ν.Ηλείας, ήδη εκκαλούντος με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλει ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή στην αιτούσα, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους Γεωργίου Κρητικού, του οποίου ασκεί την de facto επιμέλεια, το ποσό των 2.500 γριβνών (ισότιμου με 257,76 ευρώ) από 19/2/2009 και μέχρι την ενηλικίωση του ανήλικου τέκνου τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα συνολικού ποσού 171 γριβνών. Επικαλούμενη δε περαιτέρω, ότι α) ότι ο ως άνω εν διαστάσει σύζυγός της, που ηττήθηκε στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση διατροφής είχε νομίμως παρασταθεί σ’ αυτή β) ουδέποτε εκδόθηκε απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με την ίδια υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση του αλλοδαπού Δικαστηρίου γ) ότι και το ως άνω Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, κατά τις διατάξεις του ελληνικού Δικαίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση και δ) η απόφαση του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου δεν είναι αντίθετη προς την ελληνική δημόσια τάξη ζητούσε να κηρυχθεί αυτή εκτελεστή στην ελληνική επικράτεια. Ο εκκαλών με την από 11/1/2013 κύρια παρέμβαση, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο ως άνω δικόγραφο, ζήτησε να απορριφθεί η ως άνω αίτηση. Επί της ως άνω αιτήσεως και κύριας παρέμβασης που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 740-781 ΚΠολΔ), εκδόθηκε η υπ’ αριθμ 91/2013 εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκανε δεκτές αυτές ως νόμιμες, δέχτηκε την αίτηση και κατ ουσίαν, απορρίπτοντας την κύρια παρέμβαση. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε ο κυρίως παρεμβαίνων την από 24.7.2013 κρινομένη έφεσή του, με την οποία ζητεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνισή της, ώστε, δεκτής γενομένης της κύριας παρέμβασής του, να απορριφθεί η ως άνω αίτηση.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αίτηση είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ στοιχεία, αφού αυτή περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν το αίτημα, κατά το κύριο αντικείμενο και την εξουσία για την υποβολή του, ήτοι γίνεται επίκληση σ αυτήν της συνδρομής όλων των προαναφερόμενων στη μείζονα σκέψη προϋποθέσεων ( θετικών και αρνητικών) που απαιτούνται από την ως άνω διεθνή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας, κυρωθείσα με το Ν.3281/2004, για την κατ άρθρο 905 παρ.1 ΚΠολΔ κήρυξη της προκείμενης αλλοδαπής απόφασης του Ουκρανικού Δικαστηρίου ως εκτελεστής στην ελληνική επικράτεια, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον σχετικό (πρώτο) λόγο της ένδικης έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι αόριστη, καθότι δεν αναφέρεται σ αυτήν ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των διαδίκων και ο τόπος γέννησης του ανηλίκου τέκνου, στοιχεία που ουδόλως απαιτούνται για το ορισμένο αυτής, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την ανωμοτί εξέταση του κυρίως παρεμβαίνοντος που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς(ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη τέλεσε με τον κυρίως παρεμβαίνοντα και ήδη εκκαλούντα νόμιμο πολιτικό γάμο στις 22 Μαρτίου 2002 στον Πύργο Ηλείας (βλ. την υπ’ αριθμ. 28/Α/02/27-3-2002 ληξιαρχική πράξη γάμου της Ληξιάρχου Πύργου), από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, τον ..................... που γεννήθηκε στις 27/11/2002 στο Ρίο Αχαΐας (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ............... πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πύργου). Ο ανωτέρω γάμος των διαδίκων, οι οποίοι όσο ζούσαν μαζί κατοικούσαν στο δημοτικό διαμέρισμα Γρανιτσέικων του Δήμου Πύργου, δεν εξελίχθηκε ομαλά, αφού το καλοκαίρι του έτους 2008 η αιτούσα αποφάσισε να μεταβεί στην πατρίδα της, την Ουκρανία, με την πρόφαση ότι έπρεπε να τακτοποιήσει τα ταξιδιωτικά έγγραφα και το διαβατήριο της, αλλά στην πραγματικότητα μοναδικός της σκοπός ήταν να απομακρυνθεί μαζί με το τέκνο της από τη συζυγική εστία και να μην επιστρέφει σε αυτή, αφού έκτοτε ζει στην Ουκρανία μαζί με τον ανήλικο .................., ασκώντας την de facto επιμέλεια αυτού, παρά την αντίθετη θέληση του κυρίως παρεμβαίνοντα, ο οποίος μήνυσε την αιτούσα για την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της (αυτοδικία), για την οποία αυτή και καταδικάσθηκε με την με αριθμό 1265/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, εκδοθείσα ερήμην της. Ερήμην, επίσης, της τελευταίας εκδόθηκαν αφ ενός μεν η με αριθμό 256/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας με την οποία ανατέθηκε στον κυρίως παρεμβαίνοντα προσωρινά η ανάθεση της επιμέλειας του ως άνω ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, η οποία του ανατέθηκε και οριστικά με την με αριθμό 110/2010 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, εκδοθείσα κατόπιν της από 9.12.2009 τακτικής αγωγής του τελευταίου, καταστάσας αμετάκλητης, ενόψει του ότι δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα κατ αυτής. Από το ίδιο, επίσης, αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από τον Φεβρουάριο του 2009 αγωγής της αιτούσας που αυτή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λενίσκιι της Ουκρανίας εναντίον του κυρίως παρεμβαίνοντος, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει ο κυρίως παρεμβαίνων και εν διαστάσει σύζυγος της μηνιαία σε χρήμα διατροφή για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους Γεωργίου Κρητικού μέχρι την ενηλικίωσή του εκδόθηκε η από 30/11/2010 (αριθμός υπόθεσης 2-395/2010) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ο κυρίως παρεμβαίνων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην αιτούσα για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου του το ποσό των 2.500 γριβνών (ή 257,79 ευρώ) ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή του από τις 19/2/2009 έως την ενηλικίωσή του, επιβλήθηκαν δε σε βάρος του και τα δικαστικά έξοδα ποσού 171 γριβνών. Περαιτέρω, η ανωτέρω απόφαση διορθώθηκε ως προς τα εμφιλοχωρήσαντα σε αυτή γραφικά και αριθμητικά της λάθη με την από 1/7/2011 απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου. Η ανωτέρω από 30/11/2010 απόφαση του ουκρανικού δικαστηρίου είναι οριστική στην Ουκρανία και εκτελεστή από 13/4/2011 (βλ. την από 25/7/2011 πληροφορία του Δικαστή του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένινσκιι). Επίσης, από την ίδια την από 30/11/2010 απόφαση του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένισκιι προκύπτει ότι ο κυρίως παρεμβαίνων και εναγόμενος στην υπόθεση διατροφής που συζητήθηκε στο ως άνω ουκρανικό δικαστήριο, ο οποίος ηττήθηκε, παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της, αλλά πέραν τούτου αυτός είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα προκειμένου να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ουκρανικού δικαστηρίου (βλ. την από 25/7/2011 πληροφορία του Δικαστή του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένινσκιι). Περαιτέρω, η υπόθεση της διατροφής αυτής υπαγόταν κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου στην τοπική αρμοδιότητα του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρισκόταν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι της μηνιαίας σε χρήμα διατροφής, δηλαδή στο Μικολάγιβ στην περιοχή Λένισκιι, όπου κατοικεί το ανήλικο τέκνο των διαδίκων και δικαιούχος της διατροφής (άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 321 ΑΚ), τα δε ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα εκδίκασης της υπόθεσης διατροφής, διότι κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου συνέτρεχαν η γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και στην παρούσα δίκη κυρίως παρεμβαίνοντος, με την οποία κατά τόπο αρμόδια ήταν τα ελληνικά δικαστήρια, με την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, σύμφωνα με την οποία κατά τόπο αρμόδια ήταν τα ουκρανικά δικαστήρια, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, χωρίς να συνάπτεται με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων το ζήτημα του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού του κυρίου παρεμβαίνοντος, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής του ότι αποκλειστική αρμοδιότητα είχαν τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 18 ΑΚ, το οποίο όμως ρυθμίζει το εφαρμοστέο δίκαιο σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας και όχι   την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Εξάλλου, πριν από την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ουκρανικού δικαστηρίου δεν είχε εκδοθεί στην Ελλάδα άλλη οριστική απόφαση μεταξύ των ίδιων διαδίκων που να επιλύει το ζήτημα της διατροφής του ανήλικου ........................ Περαιτέρω, η απόφαση του ουκρανικού δικαστηρίου με την οποία υποχρεώθηκε ο κυρίως παρεμβαίνων να καταβάλει στο ανήλικο τέκνο του ως μηνιαία διατροφή του το ως άνω ποσό, ουδόλως αντίκεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη, ως αυτός αβασίμως υποστηρίζει, για το λόγο ότι του έχει ανατεθεί με την προαναφερόμενη με αριθμό 110/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η επιμέλεια του ως άνω ανηλίκου. Σημειωτέον ότι η ως άνω απόφαση, τόσο κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής διατροφής της αιτούσας για λογαριασμό του ανηλίκου, όσο και κατά το χρόνο έκδοσης της προκείμενης αλλοδαπής απόφασης αλλά έως και σήμερα δεν έχει εισέτι αναγνωρισθεί στη Ουκρανία, για το λόγο αυτό άλλωστε, αν και το γεγονός αυτό, ήτοι της ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου στον κυρίως παρεμβαίνοντα-πατέρα του με απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου, τέθηκε υπόψη του αλλοδαπού Δικαστηρίου, το τελευταίο δεν έλαβε αυτή υπόψη του ( βλ.σκεπτικό της ως άνω απόφασης, στην 3η σελίδα αυτής). Και αυτό διότι η λύση που έδωσε το ουκρανικό δικαστήριο, ήτοι να κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή που άσκησε για λογαριασμό του ανηλίκου, η αιτούσα-μητέρα του, που εν τοις πράγμασι ασκεί την επιμέλεια του τελευταίου, αφού έχει τη γονική μέριμνά του και διαμένει μαζί της, περί επιδίκασης σε βάρος του υπόχρεου για τη διατροφή του, λόγω της ιδιότητάς του ως γονέα του ανηλίκου-κυρίως παρεμβαίνοντα, μηνιαίας διατροφής του, ουδόλως προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη, ως η έννοια αυτής προεκτέθη στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι σε θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον Ελλαδικό χώρο , ούτε μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα.

Το Πρωτοβάθμιο συνεπώς Δικαστήριο που με παρόμοιες με την παρούσα σκέψεις, απορρίπτοντας την κύρια παρέμβαση, δέχθηκε την αίτηση κηρύσσοντας την ως άνω αλλοδαπή απόφαση εκτελεστή και στην Ελλάδα, ενόψει του ότι, ως αποδείχθηκε, συνέτρεχαν όλες οι προαναφερόμενες προς τούτο προϋποθέσεις, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα προσαχθέντα αποδεικτικά στοιχεία εκτίμησε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Πρέπει, επομένως ν' απορριφθεί η έφεση ως κατ' ουσία αβάσιμη, να καταδικαστεί ο εκκαλών, ως ηττηθείς (άρθρο 176, 183, 741 και 746 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, τέλος, λόγω της ήττας του, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσής του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά της με αριθμό 91/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας κατά το τυπικό της μέρος. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στην Πάτρα, στις 15/12/2017, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ