Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

Ο ΚΥΚΕΩΝΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ (ΑΓΩΓΟΣΗΜΟΥ) ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν 4093/2012



 Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το :

lawprofile

το ιστολόγιο του Γιάννη Κωνσταντίνου

Ι. Ο ν. 4093/2012 («`Εγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», ΦΕΚ 222Α`/12.11.2012) τροποποίησε τις διατάξεις για το ύψος του δικαστικού ενσήμου, το ύψος των προσαυξήσεών του και την κατανομή τους ως κοινωνικού πόρου σε διάφορα ταμεία, με την εξής διατύπωση «Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 (Α`3) αντικαθίσταται ως εξής:
 “1. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό 0,8 %ο υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό 0,8 %ο υπέρ του οικείου Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του ως άνω ποσοστού (0,8 %ο) του δικαστικού ενσήμου. Από την ισχύ της παρούσας διάταξης, παύει να ισχύει κάθε άλλη που αφορά καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εκτός της παραγράφου 1Α περίπτωση η` του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971”»(`Αρθρο Πρώτο, Παράγραφος ΙΓ, ΙΓ.1, 6).
ΙΙ. Η νέα διάταξη επιφέρει τις ακόλουθες αλλαγές:
1. Το δικαστικό ένσημο διπλασιάζεται από 4 ο/οο σε 8 ο/οο επί του κεφαλαίου της απαίτησης.
2. Ο κοινωνικός πόρος υπέρ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ, πρώην Ταμείο Νομικών) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) προσδιορίζεται σε 0,8 ο/οο επί του κεφαλαίου της απαίτησης (ή αλλιώς σε 10% επί του δικαστικού ενσήμου). Ο πόρος αυτός ενισχύει τις συνταξιοδοτικές παροχές του ΤΑΝ.
3. Καθιερώνεται ρητά κοινωνικός πόρος υπέρ του «οικείου» Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων ύψους 0,8 ο/οο επί του κεφαλαίου της απαίτησης (ή αλλιώς σε 10% επί του δικαστικού ενσήμου). Μόνο που εδώ και καιρό δεν υπάρχουν «Ταμεία Προνοίας Δικηγόρων», αφού τα τρία που υπήρχαν (Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης) καταργήθηκαν με το ν. 3655/2008 (γνωστό ως «ασφαλιστικός νόμος Πετραλιά») και εντάχθηκαν ως «Τομείς Προνοίας Δικηγόρων» στο ΕΤΑΑ. Και πάλι όμως, επειδή έχουν καταργηθεί και οι Τομείς Πρόνοιας Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (μετατράπηκαν στα ιδιωτικού δικαίου σωματεία «Τ.Α.Π.Δ.» και «Τ.Α.ΔΙ.Θ.» αντίστοιχα), ο πόρος αυτός εισπράττεται μόνο όταν το δικαστικό ένσημο καταβάλλεται από Δικηγόρο Αθηνών και αποδίδεται στον «Τομέα Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών» του ΕΤΑΑ. Ο πόρος αυτός ενισχύει κυρίως την παροχή εφάπαξ των Δικηγόρων Αθηνών.
4. Επί του δικαστικού ενσήμου (δηλαδή του 8 ο/οο του κεφαλαίου) καταβάλλεται χαρτόσημο ύψους 2,4% (η επιβάρυνση αυτή ανέρχεται σε 0,192 ο/οο επί του κεφαλαίου). Σε αυτό το 2,4% του χαρτοσήμου εμπεριέχεται η κλασική επιβάρυνση του 20% υπέρ ΟΓΑ.
5. Παραμένει η επιβάρυνση 20% επί του δικαστικού ενσήμου (δηλαδή του 8 ο/οο του κεφαλαίου) υπέρ ΤΑΧΔΙΚ (η επιβάρυνση αυτή ανέρχεται πλέον σε 1,6 ο/οο επί του κεφαλαίου) του νδ 1017/1971.
Αθροιστικά, επομένως, η επιβάρυνση επί του κεφαλαίου της απαίτησης ανέρχεται σε 11,392 ο/οο (ή 1,1392%) για τους δικηγόρους Αθηνών και σε 10,592 ο/οο (1,0592%) για τους λοιπούς δικηγόρους.
ΙΙΙ. Πρακτικά, από τα παραπάνω ποσά το δικαστικό ένσημο και το ΤΑΧΔΙΚ καταβάλλονται στο Δημόσιο Ταμείο οποιασδήποτε ΔΟΥ, ενώ τα ποσά υπέρ ΤΑΝ στην Εθνική Τράπεζα. Σήμερα (20.11.2012) στη Θεσσαλονίκη το Δημόσιο Ταμείο που βρίσκεται στο Δικαστικό Μέγαρο δεν εισέπραττε (κατά τη γνώμη μου λανθασμένα) το ποσό του χαρτοσήμου παραπέμποντας στην Εθνική Τράπεζα. Από τη μεριά του, το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Δικαστικό Μέγαρο επέμενε να εισπράττει και ποσοστό υπέρ Ταμείου Προνοίας αρνούμενο να καταλάβει ότι στη Θεσσαλονίκη αυτό έχει καταργηθεί (δυστυχώς η ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ δεν βοηθά, διότι στην παρουσίαση των τομέων του εμφανίζει υφιστάμενο τον «Τομέα Πρόνοιας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης») και δεν εισέπραττε χαρτόσημο.
Τέλος, πρόβλημα υπάρχει με τα γνωστά αγωγόσημα (για απαιτήσεις μέχρι 15.000 ευρώ), διότι δεν εμπεριέχουν ποσό χαρτοσήμου και στην πίσω όψη τους επικολλούνται ένσημα του ΤΑΝ που αντιστοιχούν στο 20% της αξίας τους, πράγμα μη νόμιμο όταν το ένσημο καταβάλλεται από δικηγόρο εκτός Αθηνών.

Πηγή: dikigorosdramas.blogspot.com

LegalNews24: Οι τροποποιήσεις στο Επικουρικό Κεφάλαιο με το ν.4...

LegalNews24: 


Οι τροποποιήσεις στο Επικουρικό Κεφάλαιο με το ν.4092/2012
Με το άρθρο τέταρτο (Τροποποιήσεις του π.δ. 237/1986) του Ν. 4092/2012 (Φ.Ε.Κ. 220/8-11-2012), επήλθαν σημαντικές αλλαγές που αναφέρονται στο Επικουρικό Κεφάλαιο. Οι σημαντικότερες από τις αλλαγές αυτές είναι οι εξής:
1. H αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. 2. Για την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση αναπηρίας (πέρα των 100.000 ευρώ) προηγείται γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας και έκδοση Κ.Υ.Α. που θα καθορίσει τη φύση, το βαθμό της αναπηρίας και το ύψος της αποζημίωσης.3. Δεν καταλαμβάνονται από τις νέες διατάξεις αξιώσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση.4. Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή μόνο εάν ο ενάγων έχει υποβάλει προ 3μήνου τουλάχιστον της άσκησής της έγγραφη αίτηση αποζημίωσης με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του.5. Αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου, μέχρι 31.12.2016. Αναλυτικά οι τροποποιήσεις εδώ
(πηγές: dsserron.gr / esd.gr) 
Αναρτήθηκε από LegalNews24 στις 15:51 

Οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα σύμφωνα με το νέο μνημόνιο



Η παράγραφος 1 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. H περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.»
   Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ.
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο ορίζει και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας που κυμαίνονται από 100 έως 240 ώρες για ποινή ως ένα έτος, 241 έως 480 ώρες για ποινή από ένα έως δύο έτη, 481 έως 720 ώρες για ποινή από δύο έως τρία έτη, 721 έως 960 ώρες για ποινή από τρία έως τέσσερα έτη και 961 έως 1.200 ώρες για ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, ενώ προσδιορίζει και προθεσμία όχι μεγαλύτερη από πέντε έτη για την εκτέλεση τους.»
Η περίπτωση ε’ της παραγράφου 7 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) διατάσσει την έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής ενός έως τριών μηνών για ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας έως 240 ωρών, δύο έως πέντε μηνών για ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας μεγαλύτερης των 240 και έως 480 ωρών, τεσσάρων έως οκτώ μηνών για ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας μεγαλύτερης των 480 ωρών και έως 720 ωρών, επτά έως δώδεκα μηνών για ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας μεγαλύτερης των 720 ωρών και έως 960 ωρών και έντεκα έως δέκα επτά μηνών για ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας μεγαλύτερης των 960 ωρών.»

Τι αλλάζει στη παράσταση δικηγόρου στα συμβόλαια με το νέο μνημόνιο



Το άρθρο 42 του ν.δ. 3026/1954  (Α’ 235) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για τη σύνταξη εγγράφου ενώπιον συμβολαιογράφου, με αντικείμενο την από επαχθή αιτία σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση, τροποποίηση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα (εκτός από την εξάλειψη υποθηκών και προσημειώσεων), είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου μόνο για τον αποκτώντα το σχετικό δικαίωμα και εφόσον οι ανωτέρω συμβάσεις έχουν συνολικό αντικείμενο αξίας μεγαλύτερο των ογδόντα χιλιάδων (80.000€) ευρώ, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο βρίσκεται το ακίνητο. Στην περίπτωση αυτή  γίνεται ειδική μνεία στο συμβόλαιο της παραστάσεως του Δικηγόρου και επισυνάπτεται σε αυτό σχέδιο για τη σύμβαση, υπογεγραμμένο από αυτόν, με θεωρημένη την υπογραφή από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.
2. Ειδικότερα για τη σύμβαση διανομής ή ανταλλαγής και για συμβάσεις εκ χαριστικής αιτίας δεν απαιτείται παράσταση δικηγόρου για κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο συντάσσεται το συμβολαιογραφικό έγγραφο.
3. Από 1.1.2014 η παράσταση δικηγόρου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 είναι προαιρετική για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

Υπερχρεωμένα-δόλια αδυναμία πληρωμής

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - Αριθμός Απόφασης 209/Φ815/2012

"Υπό τα περιστατικά αυτά, η υπαιτιότητα του αιτούντος είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψε το αποτέλεσμα αυτό (της αδυναμίας πληρωμής των χρεών του) ως πιθανό και το απ
οδέχθηκε. Δηλαδή γνώριζε ότι η αδυναμία πληρωμής των χρεών του αποτελούσε ένα ενδεχόμενο, που η πραγμάτωσή του παρουσίαζε αυξημένη πιθανότητα, κρίνεται δε ότι ένας τόσο υψηλός βαθμός πιθανότητας δεν δικαιολογεί την πίστη ότι το αποτέλεσμα αυτό μπορεί ν' αποφευχθεί, πράγμα που ερμηνεύεται ως αποδοχή του. Ειδικότερα ο αιτών έλαβε υπόψη του το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησης των χρεών του και αφού το στάθμισε, αποφάσισε να προχωρήσει στη λήψη δανείων, αψηφώντας τις συνέπειες. Κατά συνέπεια, αποδείχθηκε δόλια αδυναμία πληρωμής του αιτούντος και πρέπει να γίνει δεκτή η προβληθείσα από τις πιστώτριες ένσταση, ως ουσιαστικώς βάσιμη."

http://www.nomotelia.gr/photos/File/ZZZ.209..12.htm
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
www.nomotelia.gr

ΑΠΕΛΑΣΗ - ΑΛΛΑΓΕΣ




Οι αλλαγές στη δικαστική απέλαση

Με το ν.4055/2012 έγιναν σημαντικές αλλαγές στο θέμα της δικαστικής απέλασης

με τροποποιήσεις στα σχετικά άρθρα του Ποινικού Κώδικα.Ειδικότερα:

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα αντικαστάθηκε ως εξής:

«1. Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη, εάν κρίνει ότι η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του αλλοδαπού, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα το βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία. Αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν ανήλικος, για την απέλαση του λαμβάνεται υπόψη και η τυχόν νόμιμη εγκατάσταση και παραμονή της οικογένειας του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένεια του διαμένει στην αλλοδαπή, ο υφιστάμενος στη χώρα προορισμού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας του. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή.»


2. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα αντικαστάθηκαν ως εξής:


«3. Το δικαστήριο που αποφασίζει την απέλαση του αλλοδαπού δράστη επιβάλλει σε αυτόν απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών ή επ` αόριστον. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, μετά από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, μπορεί να επιτρέψει την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα ύστερα από αίτηση του, αφού περάσει μια τριετία από την εκτέλεση της απέλασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χρονικός περιορισμός του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής. Το συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα και μπορεί να εξετάσει νέα αίτηση για επιστροφή μόνο μετά την πάροδο ενός έτους από την απόρριψη της προηγούμενης.


4. α) Η απέλαση εκτελείται με ενέργειες των αρμόδιων αστυνομικών αρχών, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία περί αλλοδαπών.


β) Ο αλλοδαπός μέχρι την εκτέλεση της απέλασης του παραμένει υπό κράτηση σε ειδικούς χώρους των καταστημάτων κράτησης ή των θεραπευτικών καταστημάτων ή σε ειδικούς χώρους των αστυνομικών αρχών που δημιουργούνται για το σκοπό αυτόν, με εντολή του εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής.


γ) Αν η απέλαση που έχει διαταχθεί δεν είναι δυνατόν να εκτελεσθεί, το δικαστήριο που την επέβαλε την αναστέλλει και επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 ή ορισμένους από αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη χορήγηση της ανακαλείται με την ίδια διαδικασία.


δ) Η συνδρομή των προϋποθέσεων κράτησης ελέγχεται ανά τρεις μήνες από τον εισαγγελέα του τόπου κράτησης, μετά από σχετική ειδοποίηση του διευθυντή του καταστήματος κράτησης. Το ανώτατο όριο κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο. Μπορεί όμως να παραταθεί για έξι μήνες στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρά τις εύλογες προσπάθειες των αρμόδιων υπηρεσιών, η εκτέλεση της απέλασης, μολονότι είναι δυνατή, καθυστερεί, επειδή ο αλλοδαπός αρνείται να συνεργασθεί ή καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αναμένεται η εκτέλεση της απέλασης σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο του έτους, η κράτηση μπορεί να παραταθεί για έξι ακόμη μήνες.


ε) Για την παράταση της κράτησης αποφαίνεται αμετάκλητα το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης. Πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση των εξαμήνων που προβλέπονται ανωτέρω, η αρμόδια αστυνομική αρχή αναφέρει, με αιτιολογημένη έκθεση της, στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών τους λόγους μη εκτέλεσης της απέλασης, καθώς και το εφικτό ή μη αυτής. Ο εισαγγελέας μέσα σε δέκα ημέρες εισάγει τη δικογραφία στο αρμόδιο συμβούλιο. Αν η κράτηση δεν παραταθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών μετά τη συμπλήρωση των εξαμήνων που προβλέπονται ανωτέρω, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διατάσσει την άρση της κράτησης του αλλοδαπού που τελεί υπό απέλαση.


στ) Ο κρατούμενος προς απέλαση αλλοδαπός μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της κράτησης του, για τις οποίες αποφαίνεται αμετάκλητα το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης.»


3. Στο άρθρο 182 του Ποινικού Κώδικα η ισχύουσα διάταξη αριθμείται ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:


«2. Αλλοδαπός ο οποίος απελάθηκε σε εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου, αν παραβιάσει την απαγόρευση επιστροφής του στη χώρα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ποινή σε καμία περίπτωση και για οποιονδήποτε λόγο, ούτε αναστέλλεται με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τα άρθρα 99 έως 104. Η άσκηση ενδίκων μέσων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.»


Αναρτήθηκε από LegalNews24 στις 17:32

Διεκδικητική αγωγή.


- Διεκδικητική αγωγή. Κοινόχρηστη οδός. Αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Διδάγματα κοινής πείρας.
- Κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν.
- Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ως διδάγματα δε της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών.

Διατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 967
ΚΠολΔ: 560 ΒούλαΑριθμός 2097/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κίμωνα Βορίδη.

Του αναιρεσίβλητου: Ψ1 ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δελφάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-4-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Τριπόλεως. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 182/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 1/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-2-2006 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Θεοχαρίδης ανέγνωσε την από 10-10-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν το μεν πρώτο ότι «κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις», το δε δεύτερο ότι « οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν. Υπό την προϋπόθεση αυτή παραβιάζει τους κανόνες τούτους το δικαστήριο της ουσίας, είτε όταν παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης της βούλησης των συμβαλλομένων, είτε όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις νομικές έννοιες στις οποίες στηρίζονται, είτε όταν παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ’ έφεση, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων για το χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής έκτασης ως κοινόχρηστης οδού, στον οποίο στηριζόταν η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι δύο πρώτοι ενάγοντες είναι συγκύριοι, κατά ψιλή κυριότητα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, η δε τρίτη επικαρπώτρια, ενός οικοπέδου με οικία, συνολικής έκτασης 275 τ.μ., που βρίσκεται στο συνοικισμό «ΧΧΧ» του Δημοτικού Διαμερίσματος ΧΧΧ του Δήμου ΧΧΧ Αρκαδίας και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία ΧΧΧ (πρώην ΧΧΧ), ανατολικά με κοινοτική έκταση, νότια με κοινοτικό δρόμο και δυτικά με την επίδικη έκταση. Η επίδικη έκταση είναι ένας ακάλυπτος χώρος, που βρίσκεται δυτικά του ως άνω οικοπέδου των εναγόντων, έχει τη μορφή διόδου και ξεκινά από τον νοτίως αυτού διερχόμενο κοινοτικό δρόμο και με κλίση ανηφορική και με τη μορφή κλίμακας με πλατύσκαλα κατευθύνεται βορειοδυτικά και ακολούθως προς ανατολάς, όπου διέρχεται μεταξύ της ισόγειας οικίας και της ισόγειας αποθήκης του εναγομένου, μετά κατευθύνεται προς νότο και τέλος κάμπτει προς ανατολάς και καταλήγει στον ακάλυπτο χώρο της ιδιοκτησίας των εναγόντων, ενώ καλύπτεται από κληματαριά.
Η ισόγεια οικία του εναγομένου βρίσκεται δυτικά του οικοπέδου των εναγόντων, αφού παρεμβάλλεται μεταξύ τους η επίδικη έκταση σε μήκος 4,5 τετρ. μέτρων. Η οικία του εναγομένου εικονίζεται στο από μηνός Οκτωβρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ν.Τ. ως τμήμα με αριθμό 3, ενώ η επίδικη δίοδος αναφέρεται σε αυτό ως «δουλεία διόδου ιδιοκτησίας ....». Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη δίοδος αποτελεί κοινόχρηστη οδό, που από αμνημονεύτων ετών και πάντως τουλάχιστον για δύο γενεές πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) έχει αφεθεί στη χρήση αόριστου αριθμού προσώπων, ενώ ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το εδαφικό αυτό τμήμα αποτελεί μέρος της ευρύτερης ιδιοκτησίας του, εμβαδού 332 τ.μ., η οποία στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα εικονίζεται με περιμετρικά στοιχεία Κ-Λ-Μ-Ν-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ και ότι οι ενάγοντες έχουν στην επίδικη έκταση μόνο δικαίωμα δουλείας διόδου.
Τα ακίνητα των διαδίκων, μαζί με τον ακάλυπτο χώρο, πλην του ακινήτου με αριθμό «1» στο πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο απέκτησε αργότερα ο εναγόμενος με ανταλλαγή, αποτελούσαν μέχρι το έτος 1886 ένα ενιαίο ακίνητο, που ανήκε αδιαιρέτως στους συγκληρονόμους αδελφούς Χ1 (ιερέα), …, Ψ1 και Ψ2. Στο ενιαίο αυτό ακίνητο υπήρχαν τότε μία παλαιά οικία και μία νεόδμητη, η οποία είχε ανεγερθεί το έτος 1884. Οι ανωτέρω αδελφοί, με το υπ’ αριθ. 4819/1886 συμβόλαιο διανομής του τότε συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Καλτεζούντος, χώρισαν το ενιαίο αυτό ακίνητο σε δύο μέρη και έλαβαν, οι Χ1 (ιερέας) και Ψ1, από κοινού, τη νεόδμητη οικία με το προαύλιό της, η οποία συνορεύει γύρω-γύρω με ιδιοκτησίες Φ1 και .... και με άγριο τόπο, ο δε Ψ2 την παλαιά οικία, μαζί με την παρακείμενη καλύβα και το προαύλιό της (επίδικο), η οποία συνορεύει γύρω-γύρω με ακίνητα ..., Φ1 και βουνό, ενώ ο αδελφός τους ... έλαβε το μερίδιό του σε χρήμα. Στη συνέχεια οι συγκύριοι Χ1 (ιερέας) και Ψ1, με το 427/1908 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη, προήλθαν σε διανομή του ακινήτου που είχε περιέλθει αδιαιρέτως σ’ αυτούς, βάσει της οποίας έλαβαν ο μεν πρώτος το προς δυσμάς ήμισυ τμήμα της ανωτέρω οικίας, μαζί με το υπόγειο, ο δε δεύτερος το υπόλοιπο προς ανατολάς ήμισυ αυτής. Στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο αναφέρεται ότι το κοινό ακίνητο που διανέμεται συνορεύει με Φ1 και με δρόμο.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο αναφερόμενος στο εν λόγω συμβόλαιο, ως όριο, «δρόμος» είναι η επίδικη εδαφική έκταση, ενώ ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι πρόκειται για το κοινοτικό μονοπάτι που διερχόταν έκτοτε από το νότιο όριο του κοινού ακινήτου των αδελφών Χ1 (ιερέα) και Ψ1. Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αναφερόμενος σ’ αυτό το διανεμητήριο συμβόλαιο «δρόμος» είναι η δίοδος που διέρχεται έξω από την οικία του εναγομένου, είναι δε αναμφισβήτητο ότι υφίστατο από τότε για να υπάρχει πρόσβαση προς την ανεγερθείσα κατά το έτος 1884 στο αρχικό κοινό ακίνητο οικία, αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για κοινοτικό δρόμο που χρησιμοποιείτο από αόριστο αριθμό προσώπων, ώστε να προσλάβει το χαρακτήρα του κοινόχρηστου. Είναι αληθές ότι στο προαναφερόμενο αρχικό συμβόλαιο διανομής του έτους 1886 δεν γίνεται λόγος για κοινοτικό κοινόχρηστο τμήμα που διαχώριζε την τότε ενιαία ιδιοκτησία των απωτέρων δικαιοπαρόχων των διαδίκων και έτσι προκύπτει ότι ο αναφερόμενος στο επακολουθήσαν 427/1908 συμβόλαιο διανομής «δρόμος» είναι το ευρισκόμενο νοτίως του ακινήτου που διανεμήθηκε με αυτό κοινοτικό μονοπάτι.
Μάλιστα το κοινοτικό αυτό μονοπάτι αναφέρεται ως όριο του ακινήτου των εναγόντων, (παρά τη μεταξύ τους υψομετρική διαφορά), και στο προσκομιζόμενο από τους ίδιους υπ’ αριθμ.6019/1998 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρίπολης Κ.Μ., δυνάμει του οποίου αυτοί απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου τους. Ο εναγόμενος, που είναι εγγονός του εκ των αρχικών συγκυρίων Ψ2, απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία, κατά πλήρη κυριότητα, την εδαφική έκταση που είχε περιέλθει στον τελευταίο με το διανεμητήριο συμβόλαιο του έτους 1886 (4819/1886), πλέον του τμήματος ακινήτου που στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα αναφέρεται ως τμήμα με τον αριθμό «1», το οποίο περιήλθε στον εναγόμενο κατόπιν άτυπης ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ αυτού και των κληρονόμων του Ζ1. Το τμήμα αυτό με τον αριθμό «1» είχε περιέλθει στον απώτερο δικαιοπάροχο του εναγομένου Ζ1 με μεταβίβασή του από τον ΧΧΧ, δυνάμει του υπ’ αριθ. 7885/1939 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλτεζούντος Α.Μ. Κατά το τελευταίο αυτό συμβόλαιο το ακίνητο που μεταβιβάζεται, δηλαδή το τμήμα που στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα αποτυπώνεται με τον αριθμό «1», έχει ως όρια την ιδιοκτησία ΧΧΧ (ήδη ιδιοκτησία ΧΧΧ), την ιδιοκτησία Ψ2 και ήδη εναγομένου, την ιδιοκτησία των κληρονόμων του ιερέα Χ1 και ήδη των εναγόντων και δρόμο, που ασφαλώς είναι ο δημοτικός δρόμος ο οποίος διέρχεται βορείως του τμήματος αυτού (με αριθμό 1), πλάτους τεσσάρων μέτρων.
Είναι πρόδηλο ότι στο ανωτέρω συμβόλαιο μεταξύ των ορίων του μεταβιβασθέντος με αυτό ακινήτου αναφέρεται η ιδιοκτησία του Ψ2, παππού και δικαιοπαρόχου του εναγομένου, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά σε κοινόχρηστη οδό που να παρεμβάλλεται πριν από την ιδιοκτησία αυτή. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι στο συγκεκριμένο σημείο της επίδικης έκτασης ουδέποτε υπήρξε κοινόχρηστη οδός, κατά την έννοια του νόμου, δηλαδή δίοδος που να χρησιμοποιείται από αόριστο αριθμό προσώπων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την 80ετία πριν από την εισαγωγή του ΑΚ κατά το έτος 1946. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι μετά τις προαναφερθείσες διανομές των κοινών ακινήτων που έγιναν κατά τα έτη 1886 και 1908 μεταξύ των συγκληρονόμων αδελφών ΧΧΧ, ανέκυψε η ανάγκη επικοινωνίας της οικίας που είχε περιέλθει στον ιερέα και απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων Χ1 με τον δυτικά ευρισκόμενο κοινοτικό δρόμο. Η επικοινωνία αυτή διεξαγόταν μέσω του προαυλίου της ιδιοκτησίας του αδελφού του και δικαιοπαρόχου του εναγομένου Ψ2, χωρίς όμως ποτέ να αμφισβητηθεί η κυριότητα επ’ αυτού του τελευταίου και χωρίς να υπάρχει πρόσβαση σε αυτό το δρόμο σε αόριστο αριθμό προσώπων, πράγμα, άλλωστε, που δεν θα ήταν εύλογο για ένα δρόμο που οδηγούσε μόνο στην είσοδο μιας συγκεκριμένης οικίας.
Ακόμη και από την επικαλούμενη από τους ενάγοντες κατάθεση του ΧΧΧ, υπέργηρου κατοίκου της περιοχής, η οποία περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. 101124/10-5-2004 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρίπολης Κ.Μ., προκύπτει ότι οι διερχόμενοι από την επίδικη δίοδο ήταν πρόσωπα που πήγαιναν ως επισκέπτες στη συγκεκριμένη οικία του ιερέα Χ1, γεγονός που δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί η δίοδος αυτή ως κοινόχρηστος δρόμος, αφού αποδεικνύεται ότι εξυπηρετούσε τις ανάγκες συγκεκριμένου ακινήτου. Η επίδικη δίοδος δεν εξυπηρετεί καμιά ανάγκη επικοινωνίας των κατοίκων της τέως Κοινότητας ΧΧΧ, οι οποίοι εξυπηρετούνται από άλλους κοινοτικούς δρόμους, ενώ και ο Δήμος ΧΧΧ ουδέποτε διεκδίκησε την έκταση αυτή ως κοινοτική.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίδικη έκταση δεν κατέστη κοινόχρηστη με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, και ακολούθως απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Τριπόλεως, που είχε κρίνει ομοίως και απορρίψει την ένδικη αγωγή αυτών περί αναγνωρίσεως της επίδικης έκτασης ως κοινόχρηστης οδού και άρσης της προσβολής της προσωπικότητάς τους. Από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι η επίδικη έκταση δεν κατέστη κοινόχρηστη με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, γιατί δεν χρησιμοποιούνταν από αόριστο αριθμό προσώπων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την 80ετία πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, από τη συνεκτίμηση του περιεχομένου των προαναφερομένων υπ’ αριθ. 4819/1886 και 427/1908 συμβολαίων διανομής με τα λοιπά αναφερόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα, χωρίς να δεχθεί, ούτε εμμέσως, την ύπαρξη κενών ή ασάφειας στα συμβόλαια αυτά των απωτάτων δικαιοπαρόχων των διαδίκων, και συνεπώς ορθώς δεν εφάρμοσε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτίαση από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες, διότι παρέλειψε να προσφύγει σ’ αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων στα ρηθέντα συμβόλαια, σε σχέση με το χαρακτήρα που είχε ο αναφερόμενος σ’ αυτά «δρόμος», είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ως διδάγματα δε της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο, ενώ δέχθηκε ότι «ήταν πολλοί οι επισκέπτες στην οικία του ιερέα» παρέλειψε να χρησιμοποιήσει περαιτέρω το δίδαγμα της κοινής πείρας, σύμφωνα με το οποίο «οι ενορίτες ενός επαρχιακού ιερέα και μιας επαρχιακής ενορίας αποτελούν περίπτωση αόριστου αριθμού προσώπων», και έτσι παραβίασε το δίδαγμα αυτό και την έννοια του κοινόχρηστου πράγματος, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 967 του ΑΚ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι «η μετάβαση των ενοριτών μιας επαρχιακής ενορίας στην οικία του ιερέα αυτής μέσω κάποιας διόδου» δεν αποτελεί δίδαγμα κοινής πείρας για το ότι χρησιμοποιούνταν η δίοδος αυτή από αόριστο αριθμό προσώπων επί μία τουλάχιστον 80ετία πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, ώστε να καταστεί κοινόχρηστη με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28-2-2006 αίτηση των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2007.