Στοιχεία Επικοινωνίας

Βασίλειος Γαλανόπουλος - δικηγόρος Πατρών

Vassileios K. Galanopoulos, Lawyer – Patras, Greece,

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221,

τηλ.: 2610220656 – 6934465461

7 Vas. Georgiou A' Sq, p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306934465461,

email: vassilisgalanopoulos78@gmail.com

v-galanopoulos@hotmail.com

Συστεγάζεται με τη σύζυγό του

Μαρία - Νεφέλη Παρασκευοπούλου - Γαλανοπούλου

Συμβολαιογράφο Πατρών

Maria - Nefeli Paraskevopoulou - Galanopoulou

Notary Public – Patras - Greece

Πλατεία Β. Γεωργίου Α΄ 7, Πάτρα, τκ 26221, τηλ.: 2610220656 – 6977375577

7 Vas. Georgiou A' Sq,

p.c. 26221, tel.: +302610220656 - +306977375577,

email: nefelimp@gmail.com

Ευγενία Πρεβεδούρου-Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων – μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – αρχή της αναλογικότητας – διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017

Πηγή: www.prevedourou.gr

Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων – μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – αρχή της αναλογικότητας – διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017

Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων – μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – αρχή της αναλογικότητας – διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017

1.H απόφαση ΣτΕ 3473/2017, που αφορά το ζήτημα της σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων, αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση άτυπου διαλόγου μεταξύ ΕΔΔΑ, ΔΕΕ και ΣτΕ. Δεδομένου ότι η αρχή ne bis in idem αποτελεί το μόνο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου είναι, ίσως, δυνατόν να υπάρξουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις των δυο υπερεθνικών δικαστηρίων, παρά την εκατέρωθεν επιδεικνυόμενη courtoisie ιδίως μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ ΑΒ κατά Νορβηγίας, η εικόνα του εθνικού δικαστή, που, κατά την παραστατική μεταφορά του Κ. Γιαννακόπουλου«κινδυνεύει ως άλλος αργοναύτης να συντριβεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ», δεν φαίνεται υπερβολική. Παρόλο που το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει εν προκειμένω συνδυαστικά τη νομολογία και των δύο υπερεθνικών δικαστηρίων (σκέψη 11), δίδει τελικώς το προβάδισμα στη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία, πάντως, αφενός, αφορά άλλο τομέα δράσης, την προστασία του ανταγωνισμού, και, αφετέρου, φαίνεται να καταλήγει σε λιγότερο προστατευτικά αποτελέσματα από την αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ. Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί, προφανώς, ότι έχει διαφωτιστεί πλήρως και δεν υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για την παροχή διευκρινίσεων ως προς την έννοια της νομολογίας που επικαλείται. Επισημαίνεται, πάντως, ότι στην πρόσφατη απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Peter Pušká, το Δικαστήριο επελήφθη ερωτήματος σλοβακικού δικαστηρίου που ζητούσε να διευκρινιστεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει, σε υπόθεση εκκρεμούσα ενώπιόν του, ότι υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ της νομολογίας του ΕΔΔΑ και της νομολογίας του ΔΕΕ, το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να δίνει προτεραιότητα στην εφαρμογή της τελευταίας αυτής νομολογίας [1]. Υπό το κάλυμμα μιας δικονομίστικης προσέγγισης, το Δικαστήριο δεν απάντησε στο ερώτημα. Αντίθετα, η γενική εισαγγελέας έδωσε ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις στα εθνικά δικαστήρια, οι οποιές μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Σε περίπτωση που από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει νομίμως ευρύτερη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να συντάσσονται, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και να παρέχουν την προστασία αυτή.  Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκβαση της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης επηρεάζεται από τη νομολογία του ΔΕΕ βάσει της οποίας δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ προστατεύονται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, δύναται ή –αν οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου– οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο ΔΕΕ, προκειμένου να διευκρινιστεί η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση αυτή. Σε τελική ανάλυση, την ίδια υποχρέωση επιβάλλει και η νομολογία του ΕΔΔΑ, με τις αποφάσεις Ullens de Schooten, Dhahbi και Schipani [2]. Θα ήταν, επομένως, σκόπιμο να έχει υποβάλει το ΣτΕ σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη και της μειοψηφούσας γνώμης (σκέψη 11 της απόφασης) [3].

2.Η απόφαση ΣτΕ 3473/2017 εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 1091/2015, επί της αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA T.V., η κύρωση του προστίμου ύψους 100.000 ευρώ για παράβαση της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών. Σε σχέση όμως με τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιβλήθηκε η επίδικη κύρωση, το ΕΣΡ είχε ήδη επιβάλει στην αιτούσα υψηλά πρόστιμα για παράβαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Με την απόφαση ΣτΕ 1091/2015, το Δ ́ Τμήμα έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχει εφαρμογή όχι μόνον επί ποινικών κυρώσεων αλλά και σε περιπτώσεις που από τη σχετική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα μεγάλου ύψους. Παραπέμπει συναφώς στην απόφαση Engel για την εφαρμογή των κριτηρίων χαρακτηρισμού μιας υπόθεσης ως ποινικής κατά την ΕΣΔΑ, υπονοώντας προφανώς ότι η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται και στην περίπτωση σωρευτικής πρόβλεψης σοβαρών διοικητικών κυρώσεων που έχουν οιονεί ποινικό χαρακτήρα λόγω βαρύτητας και απαξίας. Επιδιώκει δηλαδή την εναρμόνιση της επιβολής πλειόνων διοικητικών κυρώσεων με τη νομολογία που απαγορεύει τη σώρευση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων οι οποίες έχουν κατ’ουσίαν ποινικό χαρακτήρα. Δέχεται, λοιπόν, ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν είναι επιτρεπτή, ως αντικείμενη στην αρχή non bis in idem, η επιβολή περισσοτέρων διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικές διοικητικές αρχές για την αυτή παράβαση. Υιοθέτησε συναφώς τη διασταλτική προσέγγιση του ΕΔΔΑ [ΕΔΔΑ αποφάσεις Zolotoukhine κατά Ρωσίας (§§ 82-84) και Ruotsalainen κατά Φινλανδίας (§ 49 επ.)] κρίνοντας ότι συντρέχει ταυτότητα παράβασης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, όταν βάση για την επιβολή των διαφόρων κυρώσεων αποτελούν τα αυτά κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρουσιάζουν ενότητα τόπου και χρόνου και στα οποία εμπλέκεται το ίδιο υπαίτιο πρόσωπο, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που τους δίδεται από τις οικείες διατάξεις. Σε περίπτωση, επομένως, που η αυτή παράβαση είναι δυνατόν να κολασθεί κατ’ επίκληση περισσοτέρων νομικών βάσεων, εάν μία από τις κατ’ αρχήν αρμόδιες αρχές επιληφθεί της υπόθεσης και εκδώσει πράξη επιβολής κύρωσης, η οποία οριστικοποιείται είτε λόγω μη άσκησης κατ’ αυτής ενδίκου βοηθήματος, είτε λόγω απόρριψης του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεν είναι επιτρεπτή η επιβολή κύρωσης για την ίδια παράβαση και από άλλη διοικητική αρχή, τυχόν δε εκδοθείσα πράξη επιβολής κύρωσης και από την αρχή αυτή είναι ακυρωτέα για παραβίαση της αρχής non bis in idem. Σημειώνεται, πάντως, ότι, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ενός Συμβούλου στην απόφαση ΣτΕ 1091/2015, δεν συντρέχει παράβαση της αρχής non bis in idem, σε περίπτωση που επιβάλλονται περισσότερες διοικητικές κυρώσεις για τα αυτά μεν πραγματικά περιστατικά, αλλά για διαφορετική αιτία, όταν, δηλαδή, δεν ταυτίζονται τα έννομα αγαθά που προστατεύονται από τις οικείες διατάξεις και οι σκοποί που επιδιώκονται με αυτές. Η προσέγγιση αυτή είχε υιοθετηθεί και στην απόφαση ΣτΕ 715/2013, με την οποία κρίθηκε ότι τα έννομα αγαθά που προστατεύονται από τις διατάξεις της τηλεπικοινωνιακής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί ελεύθερου ανταγωνισμού και οι σκοποί που επιδιώκονται με αυτές δεν ταυτίζονται, οπότε η επιβολή σωρευτικά των αντίστοιχων διοικητικών κυρώσεων από την ίδια μάλιστα αρχή, εν προκειμένω την ΕΕΕΤ, για μία συμπεριφορά, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής αμφοτέρων των εν λόγω νομοθεσιών, δεν συνιστά από την άποψη της ταυτότητας εννόμων αγαθών παραβίαση της αρχής non bis in idem. Πρόκειται για την πάγια προσέγγιση της γαλλικής νομολογίας, κατά την οποία η αρχή ne bis in idem δεν τυγχάνει εφαρμογής οσάκις επιβάλλονται πλείονες, διοικητικού χαρακτήρα κατά το εθνικό δίκαιο, κυρώσεις, οι οποίες προέρχονται από διαφορετικές κυρωτικές αρχές. Έτσι, στον αθλητή ο οποίος συνελήφθη να κάνει χρήση αναβολικών σε συγκεκριμένη αθλητική διοργάνωση μπορεί να επιβάλει κυρώσεις τόσο η αρμόδια αθλητική ομοσπονδία, βάσει της σχετικής νομοθεσίας για τον έλεγχο αντιντόπινγκ, όσο και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας εφόσον ο αθλητής υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις [4]. Ομοίως, στον ένστολο είναι δυνατόν, για την ίδια παράβαση καθηκόντων, να επιβληθούν σωρευτικώς πειθαρχικές και υπη εσιακές κυρώσεις [CE 27 janvier 2006, Ministre de la defense, n° 265600]. Στις περιπτώσεις αυτές, η σώρευση είναι δυνατή διότι οι κυρώσεις στηρίζονται σε διαφορετικές νομικές αιτίες (causes juridiques différentes). H προσέγγιση αυτή, από την οποία εμπνέεται η μειοψηφούσα άποψη στην απόφαση ΣτΕ 1091/2015, αντικατοπτρίζει τη γενική στάση της γαλλικής έννομης τάξης, η οποία έχει περιορίσει δραστικά το ρυθμιστικό πεδίο της αρχής ne bis in idem, δεχόμενη, αφενός, ότι αυτή προϋ- ποθέτει επιβολή κυρώσεων από την ίδια κυρωτική αρχή και, αφετέρου, ότι η ανεξαρτησία ποινικής και πειθαρχι- κής διαδικασίας αποκλείει την εφαρμογή της. Το Conseil d’Etat επιβεβαίωσε προσφάτως την αρχή της σώρευσης ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων που στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, διευκρίνισε όμως ότι η συνολική διάρκεια των ποινών αυτών που επιβάλλονται από την πειθαρχική αρχή και από τον ποινικό δικαστή δεν πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια της ανώτερης εκ των δύο ποινών. Έτσι, εάν το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο επιβάλει σε φαρμακοποιό την ποινή της απαγόρευσης άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας λόγω παράβασης της επαγγελματικής δεοντολογίας και την ίδια ποινή επιβάλει ο ποινικός δικαστής για παράβαση του ποινικού κώδικα, δεν θα εφαρμοστούν σωρευτικά οι δύο ποινές, αλλά μόνον η ποινή με τη μεγαλύτερη διάρκεια [5]. Αντίθετα, είναι δυνατή η σωρευτική επιβολή υψηλού προστίμου από το πειθαρχικό όργανο και διαγραφής του ενδιαφερομένου από το μητρώο από την αρμόδια επαγγελματική ένωση.

3.Η απόφαση ΣτΕ 3473/2017 υιοθέτησε την άποψη της μειοψηφίας της ΣτΕ 1091/2015 και τη γαλλική προσέγγιση και δέχθηκε [σκέψη 11] ότι «είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα. Και τούτο διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής non bis in idem, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η μια από αυτές θα καθιστούσε ανενεργή την υποχρέωση που έχουν από το Σύνταγμα διαφορετικά κρατικά όργανα να προστατεύουν τους θιγομένους στα ατομικά τους δικαιώματα. Διάφορο δε είναι το ζήτημα, αν λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο θα κριθεί στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητος.» Θα πρέπει να τονιστεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας στηρίζει τη συλλογιστική του στη συνταγματική υποχρέωση των οικείων αρχών να ασκούν τις αρμοδιότητές τους για την προστασία των θιγομένων ατομικών δικαιωμάτων, προσέγγιση που θυμίζει την απόφαση ΣτΕ 2067/2011 σε σχέση με τη διάκριση των δικαιοδοσιών (άρθρα 94 και 96 του Συντάγματος). Περαιτέρω, όμως, ο εθνικός δικαστής προσπαθεί μεν να εφαρμόσει συνδυαστικά τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, στηρίζεται όμως τελικά μόνο στη νομολογία του ΔΕΕ, κατά την οποία η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον. Ειδικότερα:

-ΔΕΕ C-17/10 Toshiba Corporation της 14-2-2012 μείζονος συνθέσεως: η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει τη δυνατότητα της εθνικής αρχής ανταγωνισμού του οικείου κράτους μέλους να καταδικάσει στην καταβολή προστίμου τις επιχειρήσεις που μετείχαν σε σύμπραξη, στο πλαίσιο της επιβολής κυρώσεων για τα αποτελέσματα τα οποία η σύμπραξη αυτή παρήγαγε εντός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση, εφόσον τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στα μέλη της ίδιας συμπράξεως με απόφαση της Επιτροπής προγενέστερη της αποφάσεως της εθνικής αρχής ανταγωνισμού δεν αφορούσαν τα ως άνω αποτελέσματα

ΔEE C-289/04 Showa Denko της 29-6-2006: η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπου οι έννομες τάξεις και οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές τρίτων κρατών έχουν παρέμβει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

-ΔΕΕ, C-204/00 Aalborg Portland της 7-12-2004 (σκέψη 338): η εφαρμογή της αρχής αυτής εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, η αρχή αυτή απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού.

Επομένως, κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι υπό εξέταση διοικητικές κυρώσεις εμπίπτουν μεν, λόγω του ύψους τους, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, δηλαδή αποτελούν ποινικές κυρώσεις, πλην όμως, δεν αποσκοπούν στην προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού, προϋπόθεση που κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, όχι όμως και του ΕΔΔΑ, πρέπει να συντρέχει για την εφαρμογή της αρχής non bis in idem. Κατά συνέπεια, η αρχή αυτή δεν απαγορεύει τη σωρευτική επιβολή τους. Θα πρέπει, πάντως, να τονιστεί ότι η σχετική νομολογία του ΔΕΕ λειτουργεί, εν προκειμένω, μάλλον ως πηγή έμπνευσης για τον εθνικό δικαστή, δεδομένου ότι τα κρατικά όργανα δεν φαίνεται να ενεργούν στη συγκεκριμένη περίπτωση εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως απαιτεί το άρθρο 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ προκειμένου το κείμενο αυτό να τύχει εφαρμογής.

  Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 3473/2017   Το Τμήμα Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2015, με την εξής σύνθεση: Δημοσθένης Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.

Για να δικάσει την από 7ης Ιανουαρίου 2008 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.», που εδρεύει στην Παιανία Αττικής (χ/θ 40,2 Αττικής Οδού, ΣΕΑ 1 Μεσογείων), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Τανταρούδα (Α.Μ. 9057), που νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

κατά της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ηλία Θεοδωράτο (Α.Μ. 12286), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 184/2007 πράξη της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.

…. Προσβαλλόμενη πράξη  

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 184/10-10-2007 αποφάσεως της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με την οποία επεβλήθη στην αιτούσα εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA T.V., η κύρωση του προστίμου ύψους 100.000 ευρώ για παράβαση της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών.
  2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1091/2015 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, λόγω μείζονος σπουδαιότητος των τιθεμένων στην υπόθεση ζητημάτων σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).

Αρμοδιότητα του ΣτΕ

  1. Επειδή, με την παραπεμπτική απόφαση εκρίθη οριστικώς ότι αρμοδίως επιλαμβάνεται της κρινομένης αιτήσεως το Συμβούλιο της Επικρατείας κατ’ άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3115/2003 (Α´ 47), εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 11 του νόμου αυτού και αφορά στην επιβολή κυρώσεως σε επιχείρηση που δεν είναι πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 3674/2008 (Α´ 136, βλ. Σ.Ε. 3319/2010 Ολομ.).

  Άρθρο 19 του Συντάγματος

  1. Επειδή, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 (όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη, μαζί με την παράγραφο 3, με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ´ Αναθεωρητικής Βουλής, Α´ 84). Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».

  Εκτελεστικός του Συντάγματος Ν. 3115/2003 περί ΑΔΑΕ

  1. Επειδή, περαιτέρω στο άρθρο 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 3115/2003 (Α´ 47) ορίσθηκε ότι «1. Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. 2. Η Α.Δ.Α.Ε. είναι ανεξάρτητη αρχή, που απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας ...», στο άρθρο 6 ότι «1. Η Α.Δ.Α.Ε., για την εκπλήρωση της αποστολής της, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες α) Διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν παραγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), άλλων δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία ... β) ... γ) Καλεί σε ακρόαση από τις υπηρεσίες, οργανισμούς, νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο ως άνω στοιχείο α, τις διοικήσεις, τους νόμιμους εκπροσώπους, τους υπαλλήλους και κάθε άλλο πρόσωπο, το οποίο κρίνει ότι μπορεί να συμβάλλει στην εκπλήρωση της αποστολής της δ) ... ε) Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν θίγονται από τον τρόπο και την διαδικασία άρσης του απορρήτου. στ) ...» και στο άρθρο 11 ότι «Σε περίπτωση παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας, σε σχέση με το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τις διαδικασίες άρσης αυτού, η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και ύστερα από προηγούμενη κλήση για παροχή εξηγήσεων των ενδιαφερομένων, να επιβάλει στο υπαίτιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις: α. σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας με προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής, β. πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ».

Aρμοδιότητες της ΑΔΑΕ: επιβολή κυρώσεων για την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών ανεξαρτήτως των δραστηριοτήτων του παραβάτη

  1. Επειδή, από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ν. 3115/2003 που παρατίθενται στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι στις αρμοδιότητες της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών περιλαμβάνεται και η επιβολή κυρώσεων για την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο προβαίνει στην παραβίαση αυτή και με οποιονδήποτε τρόπο, ανεξαρτήτως αν το πρόσωπο αυτό παρέχει υπηρεσίες σχετικές με την αλληλογραφία και την επικοινωνία ή σχετίζεται με την παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Και τούτο διότι το ουσιαστικό, αλλά και το διαδικαστικό πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Αρχής αυτής καθορίζονται ευθέως από το άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει απολύτως την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Στην έννοια δε των ιδιωτών περιλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις, όταν προβαίνουν στην δημόσια αναμετάδοση πληροφοριών που στηρίζονται σε ενέργειες που συνιστούν παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως είναι η αναμετάδοση παρανόμως υποκλαπείσης τηλεφωνικής επικοινωνίας. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την αναφορά στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3115/2003 των δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων, καθώς και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και υπηρεσιών, στις οποίες έχει αρμοδιότητα διενέργειας ελέγχου η Αρχή, διότι η ρύθμιση αυτή καθορίζει τον κύκλο των προσώπων και υπηρεσιών που υπόκεινται στον έλεγχο των οργάνων της Αρχής αυτής χωρίς ωστόσο να αποκλείει, κατά την έννοια των διατάξεων, την επιβολή κυρώσεως και εις βάρος άλλου προσώπου ή υπηρεσίας, αν διαπιστώνεται ότι αυτό προέβη με πράξη του σε παραβίαση του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας. Αν και κατά τη γνώμη των ΣυμβούλωνΣ. Χρυσικοπούλου και Δ. Κυριλλόπουλου, προς την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Μ. Αθανασοπούλου, η αρμοδιότητα της ανωτέρω Αρχής συνίσταται αποκλειστικά στην επιβολή κυρώσεων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν ή σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών στον τομέα των ανταποκρίσεων ή της επικοινωνίας εν γένει, επί των οποίων, άλλωστε, ασκούνται κατά το άρθρο 6 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3115/2003, οι ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής, αποκλειομένης της επιβολής από την εν λόγω Αρχή κυρώσεων σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα που δεν σχετίζονται με την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, αλλά απλώς χρησιμοποιούν μέσα που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των διατάξεων περί προστασίας του απορρήτου.

Ιστορικό της διαφοράς. Προσβαλλόμενη πράξη της ΑΔΑΕ

  1. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, μετά από καταγγελία καθηγητών της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με παράνομη υποκλοπή και μετάδοση ιδιωτικών συνομιλιών τους, χωρίς τη γνώση και συναίνεσή τους, από τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA TV, κατά την διάρκεια της εκπομπής ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ της 19-2-2006 και 26-2-2006, η ΑΔΑΕ, αφού εξήτασε τα στοιχεία, κάλεσε ενώπιόν της την αιτούσα εταιρεία στις 20-9-2006, προκειμένου να ελεγχθεί τυχόν παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών διά της χρήσεως υλικού μαγνητοφωνημένης συνομιλίας μεταξύ των καταγγελλόντων και της προβολής του από την τηλεοπτική αυτή εκπομπή. Η ΑΔΑΕ, αφού έλαβε υπόψη της τις απόψεις της αιτούσης, η οποία τις εξέθεσε αφενός μεν κατά την παράστασή της με πληρεξουσίους δικηγόρους ενώπιον της Αρχής στις 20-9-2006 και αφετέρου με το από 23-10-2006 υπόμνημα, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη, με την οποία επέβαλε στην αιτούσα την κύρωση του προστίμου ύψους 100.000 ευρώ. Ως αιτιολογία της επιβολής της κυρώσεως αναφέρεται η παράβαση «της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών που συντελέσθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA TV διά της χρήσεως υλικού μαγνητοφωνημένης συνομιλίας των καταγγελλόντων χωρίς τη συναίνεσή τους και διά της μετάδοσης του υλικού αυτού από την εκπομπή «Κίτρινος Τύπος» την 19-2-2006 και 26-2-2006 του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA TV, εν γνώσει της προελεύσεώς του».

Απόρριψη ως αβασίμου του λόγου ακύρωσης περί αναρμοδιότητας της ΑΔΑΕ

  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η Α.Δ.Α.Ε. δεν ήταν αρμόδια για να επιβάλει κυρώσεις σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που δεν είναι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών ή ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως η αιτούσα που εκμεταλλεύεται τηλεοπτικό σταθμό, διότι τούτο δεν προβλέπεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος και τον ν. 3115/2003. Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά στην έβδομη σκέψη περί της εννοίας των διατάξεων του άρθρου 19 του Συντάγματος και των διατάξεων του ν. 3115/2003. Ενόψει δε τούτων, δεν ασκεί επιρροή για την ευθύνη, που φέρει η αιτούσα ως προς την χρήση, στο πλαίσιο της εκπομπής, που παρουσιάσθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ιδιοκτησίας της, πληροφοριών κτηθέντων με αθέμιτα μέσα, το γεγονός, και αληθές υποτιθέμενο, ότι ούτε η ίδια ούτε ο έχων την επιμέλεια της εκπομπής δημοσιογράφος εμπλέκονται στην με αθέμιτα μέσα καταγραφή των επιμάχων συνομιλιών. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Άρθρα 4 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ και 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

  1. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1705/1987 (ΦΕΚ 89 Α´), ορίζει ότι «κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Αναλόγου περιεχομένου ρύθμιση προβλέπεται και στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».

Ερμηνεία άρθρου 4 παρ.1 του7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α και άρθρου 50 του Χάρτη. Συνδυαστική εφαρμογή της νομολογίας ΕΔΔΑ και ΔΕΕ. Προστασία διαφορετικών εννόμων αγαθών

  1. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με την οποία κατοχυρώνεται η αρχή non bis in idem, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως -το οποίο και προ της ρητής καθιερώσεώς της με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως την ανεγνώριζε ως θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου- έχει εφαρμογή όχι μόνον επί ποινικών κυρώσεων αλλά και σε περιπτώσεις που από τη σχετική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα μεγάλου ύψους εφόσον συντρέχουν τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας υποθέσεως ως ποινικής κατά την ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, απόφαση της 8.6.1975, Engel and Others κατά Ολλανδίας) ήτοι κατά πρώτον ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εσωτερικό δίκαιο, κατά δεύτερον η φύση της παραβάσεως και, κατά τρίτον η φύση και η σοβαρότητα της κυρώσεως που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση (βλ. ΔΕΕ C-617/10 Fransson της 26-2-2015 μείζονος συνθέσεως, C-489/10 Boda της 5-6-2012). Ειδικότερα, ως προς το ύψος της κυρώσεως λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη προβλεπόμενη από τον νόμο κύρωση και όχι η επιβληθείσα στην συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 19-2-2013 Muller-Hartburg κατά Αυστρίας). Σύμφωνα δε με τη νομολογία του ΔΕΕ η αρχή αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή, για την ίδια παράβαση διαδοχικώς μιας διοικητικής (φορολογικής) κυρώσεως και μιας ποινικής κυρώσεως, στον βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα και έχει καταστεί απρόσβλητη, εφόσον η σώρευση αυτή αποβλέπει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ενώσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΕ της 26-2-2015 Fransson και ΣτΕ Ολ 1741/2015), ενώ, δέχεται επίσης ότι η αρχή αυτή δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον (βλ. ΔΕΕ C-17/10 Toshiba Corporation της 14-2-2012 μείζονος συνθέσεως, C-289/04 ShowaDenko της 29-6-2006, C-204/00 Aalborg Portland της 7-12-2004, C-397/03 Archer Daniels Midland της 19-9-2003). Αντιστοίχως, και στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα (πρβλ. ΣΕ 3345/2002 7μ). Και τούτο διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής non bis in idem, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η μια από αυτές θα καθιστούσε ανενεργή την υποχρέωση που έχουν από το Σύνταγμα διαφορετικά κρατικά όργανα να προστατεύουν τους θιγομένους στα ατομικά τους δικαιώματα. Διάφορο δε είναι το ζήτημα, αν λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο θα κριθεί στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητοςΑν και κατά την γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου, δεν είναι επιτρεπτή ως αντικείμενη στην αρχή non bis in idem, η επιβολή περισσότερων διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικές διοικητικές αρχές για την αυτή παράβαση. Συντρέχει δε ταυτότητα παραβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όταν βάση για την επιβολή των διαφόρων κυρώσεων αποτελούν τα αυτά, κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους, πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρουσιάζουν ενότητα τόπου και χρόνου και στα οποία εμπλέκεται το ίδιο υπαίτιο πρόσωπο, ανεξαρτήτως, αφενός μεν του νομικού χαρακτηρισμού που τους δίδεται από τις οικείες διατάξεις, αφετέρου δε του αν με τις εν λόγω διατάξεις προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά ή συμφέροντα. Τούτο δε διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η απαγόρευση που θεσπίζεται από την ανωτέρω αρχή δεν θα ηδύνατο, εν τοις πράγμασι, να τύχει εφαρμογής, καθόσον, κατά κανόνα, οι διοικητικές αρχές που επιλαμβάνονται μιας υπόθεσης, εφαρμόζουν διαφορετικές, μη ενταγμένες σε ενιαίο πλαίσιο, νομοθεσίες, εκάστη εκ των οποίων προστατεύει διαφορετικά έννομα αγαθά ή συμφέροντα.

Απόρριψη ως αβασίμου του λόγου περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem: οι κυρώσεις του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ επιβλήθηκαν για την αποτροπή προσβολής διαφορετικών εννόμων αγαθών

  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα για παράβαση της αρχής «non bis in idem», διότι για την ίδια αιτία («χρήση πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί με αθέμιτα μέσα») έχουν ήδη επιβληθεί εις βάρος της αιτούσης διοικητικές κυρώσεις από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 1 του π.δ/τος 77/2003. Πράγματι, από την από 8.6.2006 κλήση σε ακρόαση της αιτούσης ενώπιον της Α.Δ.Α.Ε. προκύπτει ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) είχε επιβάλει στην αιτούσα, με τις υπ’ αριθμ. 227 και 228/8.5.2006 αποφάσεις του, πρόστιμα (80.000 ευρώ για την εκπομπή της 26.2.2006 και 100.000 ευρώ για την εκπομπή της 19.2.2006) για παράβαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιβλήθηκε και η επίδικη κύρωση. Κατά των πράξεων αυτών του Ε.Σ.Ρ. η αιτούσα είχε ασκήσει αιτήσεις ακυρώσεως που απερρίφθησαν με τις υπ’ αριθμ. 996-7/2014 αποφάσεις του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου και, επομένως, οι κυρώσεις αυτές του Ε.Σ.Ρ έχουν οριστικοποιηθεί. Με τα δεδομένα αυτά ότι δηλαδή οι ως άνω πράξεις επιβολής προστίμων του Ε.Σ.Ρ. έχουν εκδοθεί προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών που έλαβε χώρα στις 10-10-2007 και ότι λόγω του μεγίστου ύψους της κυρώσεως που μπορεί να επιβληθεί για τις παραβιάσεις της τηλεοπτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών που ανέρχεται σε 1.500.000 ευρώ (άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 (Α΄159), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2644/1998 (Α΄ 233) για τις κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει το Ε.Σ.Ρ. και άρθρο 11 τουν. 3115/2003 για τις κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει η Αρχή Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών αντιστοίχως) υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση έδαφος εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, διότι οι ανωτέρω κυρώσεις λόγω κυρίως του ύψους τους εμπίπτουν στην έννοια των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Περαιτέρω, όμως, εν όψει του ότι οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται για την αποτροπή προσβολής διαφορετικών εννόμων αγαθών και, συγκεκριμένα στην μεν περίπτωση των προστίμων που επέβαλε το Ε.Σ.Ρ. στην προστασία της κατοχυρωμένης από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, τα οποία αφορά η δημοσιογραφική έρευνα (ΣΕ 996-7/2014), ενώ, στην περίπτωση του επιδίκου προστίμου στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας που κατοχυρώνεται, ειδικώς, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, στο άρθρο 19 του Συντάγματος, η ανωτέρω αρχή δεν παρεμποδίζει την δυνατότητα σωρευτικής επιβολής των σχετικών διοικητικών κυρώσεων, όπως έγινε δεκτό στην προηγούμενη σκέψη. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος περί παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem, ως εκ του ότι καθ’ όν χρόνο εκκρεμούσε η υπόθεση ενώπιον της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών η αιτούσα είχε ήδη υποστεί την κύρωση από το Ε.Σ.Ρ. για τα ίδια πραγματικά περιστατικά της υποκλοπής και της δημοσιοποιήσεως του περιεχομένου των τηλεφωνικών επικοινωνιών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αν και κατά την μειοψηφούσα γνώμη, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΔΑΕ.

Απόρριψη ως αβασίμου του λόγου ακύρωσης περί εσφαλμένης επίκλησης του άρθρου 370 Α ΠΚ: η μνεία της διάταξης δεν έχει την έννοια της ευθείας εφαρμογής του από την ΑΔΑΕ

  1. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι παρανόμως η προσβαλλόμενη απόφαση επικαλείται ως νομική βάση για την επιβολή της κυρώσεως την διάταξη του άρθρου 370 Α του Ποινικού Κώδικα περί παραβιάσεως του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας, υπό την έννοια ότι αφενός μεν αρμόδια για την διαπίστωση τυχόν παραβάσεως της διατάξεως αυτής είναι κατά τα άρθρα 8 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος τα ποινικά δικαστήρια και αφετέρου διότι δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση το στοιχείο της γνώσεως εκ μέρους της αιτούσης ότι χρησιμοποίησε μέσο κτηθέν κατά παράβαση των διατάξεων περί προστασίας του απορρήτου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι εν προκειμένω η μνεία από την προσβαλλόμενη απόφαση της διατάξεως του άρθρου 370 Α του Ποινικού Κώδικα δεν έχει την έννοια της ευθείας εφαρμογής του από την ΑΔΑΕ, αλλά της αποδόσεως ιδιαίτερης σημασίας στο γεγονός ότι η χρήση από τον σταθμό της αιτούσης μέσων κτηθέντων κατά παράβαση διατάξεων που προστατεύουν το απόρρητο της επικοινωνίας, για το οποίο υπάρχει κυρωτική αρμοδιότητα της εν λόγω Αρχής, συνιστά συμπεριφορά που αποδοκιμάζεται και από τον Ποινικό Κώδικα.
  1. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

        Υποσημειώσεις   [1] ΔΕΕ της 27.9.2017, C-73/16, Peter Pušká, EU:C:2017:725. [2] J. Krommendijk, “Open Sesame!”: Improving Access to the ECJ by Requiring National Courts to Reason their Refusals to ReferEL Rev April, 1/2017. Ε. Πρεβεδούρου, Επέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον διάλογο μεταξύ εθνικού δικαστή και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου 2014, 17120/09, Dhabi κατά Ιταλίας, ΔιΔικ 2/2015, σ. 161.

[3] Bλ. και www.prevedourou.gr, Noμολογιακές εξελίξεις ως προς την ευθύνη των κρατών μελών λόγω των δικαστικών αποφάσεων (ΔΕΕ της 15.9.2015, C-160/14, Ferreira da Silva e Brito).

[4] CE 2 mars 2010, Fédération francaise d’athletisme, n° 324439, AJDA 2010, σ. 664, chron. S.-J. Lieber/D. Botteghi·Droit ad- ministratif 2010 comm. 82, note F. Melleray.

[5] CE 21 juin 2013, M.A., n° 345500, AJDA 38/2013, σ. 2209, note L. Seurot.      

Ειδική βιβλιογραφία. L. Ambrosio/D. Vozza, Chronique Jurisprudences nationales intéressant le droit de l'Union européenne – Le “dialogue des juges” à l’épreuve du ne bis in idem: quelques réflexions à partir de l’expérience italienne, RTD 2015, σ. 235· Ch. Arnaud, Le cumul des poursuites et des sanctions : divergences constitutionnelle et européennes, RFDA 2015, σ. 1019· C. Yannakopoulos, Chronique Jurisprudences nationales intéressant le droit de l'Union européenne - Un «dialogue vivant» des juges hante le droit européen !, RTD 2017, σ. 107· Κ. Γιαννακόπουλος, Μεταξύ «Simmenthal II» και «Βαλλιανάτος κ.ά.κ. Ελλάδας»: ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων στις συμπληγάδες των δύο Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, εις Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειουργίας της Ενωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών, 2016, σ. 85· I. Δημητρακόπουλος, Η επιρροή της ποινικής δίκης στη διοικητική διαδικασία και δίκη για φορολογικές παραβάσεις, υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ (ΣτΕ 1992-1993/2016, ΕΔΔΑ 15.11.2016 Α και Β κατά Νορβηγίας),www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/ne_bis_in_idem_speech_2016.pdf· E. Πρεβεδούρου, H εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην περίπτωση σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων - Με αφορμή   την απόφαση ΣτΕ 1091/2015, ΘΠΔΔ 6/2015, σ. 524 και www.constitutionalism.gr

 

ΣτΕ Β΄ Τμ. 2987/2017 επταμ. Ne bis in idem (άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) – Πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας – Σχέση μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής δίκης

ΣτΕ Β΄ Τμ. 2987/2017 επταμ.
Ne bis in idem (άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) – Πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας – Σχέση μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής δίκης (άρ. 150 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και άρ. 5 παρ. 2 ΚΔΔ)
(Α) Έμμεση ερμηνευτική κρίση του Διοικ. Εφετείου ότι, σε υπόθεση επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, ο κανόνας ne bis in idem της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται και, συνεπώς, δεν επηρεάζει την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 150 (παρ. 1 και 5) του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και  5 (παρ. 2) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία έναντι του ίδιου προσώπου, για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση
(Β) Με την απόφασή του στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ, αφού απέκρουσε ρητώς την επιχειρηματολογία που διατυπώθηκε στην 2067/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαπίστωσε, τελικά, παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ στις κριθείσες υποθέσεις,  στις οποίες είχαν απορριφθεί τα ένδικα βοηθήματα και μέσα των προσφευγόντων σε σχέση με διοικητικές πράξεις περί καταλογισμού σε βάρος τους χρηματικής κύρωσης (υψηλού πολλαπλού τέλους) για διάπραξη τελωνειακής (διοικητικής) παράβασης λαθρεμπορίας, μολονότι αυτοί είχαν απαλλαγεί, με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, της κατηγορίας τέλεσης του αντίστοιχου ποινικού αδικήματος λαθρεμπορίας – Από το σκεπτικό της απόφασης αυτής συνάγεται με σαφήνεια ότι το ΕΔΔΑ διέλαβε ερμηνευτική κρίση, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται (τουλάχιστον κατ' αρχήν) στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο πολλαπλού τέλους, μεγάλου ποσού (όπως συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση), για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, όταν για την ίδια κατ' ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία εναντίον του ίδιου προσώπου, λαμβανομένου υπόψη ότι αμφότερες οι διαδικασίες έχουν «ποινικό» χαρακτήρα, κατά την ΕΣΔΑ, βάσει των κριτηρίων Engel (πρβλ. ΣτΕ 167/2017 7μ., σκ. 5) – Επομένως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί αντίθεσης της σχετικής έμμεσης κρίσης της αναιρεσιβαλλομένης προς τα κριθέντα με την απόφαση Καπετάνιος του ΕΔΔΑ, είναι βάσιμος, ο δε σχετικός προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός – Περαιτέρω, κρίνεται και βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα έμμεση ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη (με επιχειρηματολογία η οποία παραπέμπει στις αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και 680/2017 επταμ.)
(Γ) Ενόψει των ανωτέρω και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Καπετάνιος και λοιποί και Σισμανίδης και λοιποί κατά Ελλάδας, η δημοσίευση των οποίων επηκολούθησε της τελευταίας διασκέψεως (7.4.2015) επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 1741/2015 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, αλλά και ενόψει της νεώτερης αποφάσεως του ΕΔΔΑ Α και Β κατά Νορβηγίας, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής στην Ολομέλεια προκειμένου να κριθεί και πάλι το ζήτημα αν πολλαπλό τέλος μεγάλου ύψους, όπως το επίδικο, που επιβάλλεται σε περίπτωση λαθρεμπορίας, συνιστά «ποινή» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ και αν η επιβολή του μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της αρχής ne bis in idem
(Δ) Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου αυτό, κατόπιν επανελέγχου και εκτίμησης του πραγματικού, να ερευνήσει αν συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα ne bis in idem


Ευθύνη του κράτους σε περίπτωση αυτοκτονίας κρατουμένου: Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας Αριθμός απόφασης 400560 της 28ης Δεκεμβρίου 2017 Πηγή: http://www.conseil-etat.fr/ απόδοση περιεχομένου, Β.Μπουκουβάλα-Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Ο Μ.Α.C που ήταν κρατούμενος στο σωφρονιστικό κέντρο της Μασσαλίας (γνωστό ως φυλακή της Baumettes ) από τις 31.03.2011, αυτοκτόνησε στο κελί του στις 23.07.2012. Ο αδερφός και η μητέρα του άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου της Μασσαλίας, με αίτημα τη χορήγηση αποζημιώσεως ύψους 25.000,00 ευρώ σε καθέναν από αυτούς, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τον θάνατό του, για τον οποίο ευθύνεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, η σωφρονιστική διοίκηση. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, με την με αριθμό 1300750 απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014. Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής στο Διοικητικό Εφετείο της Μασσαλίας, η οποία απερρίφθη με την  15MA00339 απόφαση της 25ης  Απριλίου 2016 του δικαστηρίου αυτού. 

Το γαλλικό ΣτΕ που επιλήφθηκε της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της τελευταίας αποφάσεως έκρινε ότι: 

Η ευθύνη του κράτους, σε περίπτωση υλικής ή ηθικής βλάβης που προκύπτει από την αυτοκτονία ενός κρατουμένου, μπορεί να οφείλεται σε παράνομη πράξη των υπηρεσιών της σωφρονιστικής υπηρεσίας, εξαιτίας της έλλειψης παρακολούθησης ή επιτήρησης αυτού. Ωστόσο, μία τέτοια παράνομη πράξη δεν μπορεί να θεμελιωθεί, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι Διοίκηση παρέλειψε να λάβει, υπό το φως των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, και ιδίως σχετικά με την προηγούμενη συμπεριφορά του προσώπου και το ιστορικό της καταστάσεως της υγείας του, τα μέτρα που θα αναμένοντο λογικώς να ληφθούν εκ μέρους της, προκειμένου να αποτρέψει την αυτοκτονία».

Το δικαστήριο της ουσίας, για να απορρίψει την αγωγή,  είχε λάβει υπόψη του: α.  ότι ο ως άνω κρατούμενος ήταν υπό ιατρική παρακολούθηση και ελάμβανε θεραπευτική αγωγή για ψυχιατρικές διαταραχές κατά τη διάρκεια του έτους 2000, αλλά δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου ότι παρουσίαζε κίνδυνο αυτοκτονίας, ιδίως από τις 31.03.2011, ημερομηνία της τελευταίας φυλάκισής του, μέχρι την ημέρα του θανάτου του, β. ότι αυτός το πρωί της 23ης.07.2012 και περί ώρα 8.30 αυτοτραυματίστηκε εσκεμμένα στον λαιμό και στο στομάχι, αφού είχε εκφράσει την ανησυχία του διότι δεν είχε νέα από τη μητέρα του και λόγω της απογοήτευσής του, διότι είχαν απορριφθεί οι αιτήσεις που είχε υποβάλει προς  προσαρμογή της ποινής του, προκειμένου να εργαστεί, γ. ότι αμέσως μετά τον αυτοτραυματισμό του περιθάλφθηκε από την ιατρική υπηρεσία και υποστηρίχθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό κράτησης, πριν τεθεί υπό ειδική επιτήρηση, παρότι οι θεράποντες ιατροί δεν είχαν διατυπώσει ειδικές οδηγίες επιτήρησής του, και, τέλος, δ. ότι αν και είχε μείνει μόνος στο κελί του, φαινόταν ότι ήταν σχετικά ήρεμος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του φύλακα του ορόφου κατά τις επισκέψεις στο κελί του στις 13:00 και 13:50, ο οποίος τελικά τον βρήκε νεκρό στις 16:35. 

 

Το ΣτΕ έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και τα πραγματικά περιστατικά εκτίμησε, αφού, σύμφωνα με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά του κρατουμένου δεν μπορούσε να προαναγγείλει το πέρασμα στην επικείμενη πράξη του (προβλεφθεί), κι ως εκ τούτου, δεν αποδείχτηκε ότι τελέστηκε παράνομη πράξη εκ μέρους των οργάνων του κράτους, συνιστάμενη στην παράλειψη λήψης των κατάλληλων μέτρων για την αποτροπή της αυτοκτονίας του.  

ddikastes.gr

Τριμελές Εφετείο Πατρών 308/2017. Νόμιμη μοίρα. Θετό τέκνο. Τρόπος υπολογισμού νόμιμης μοίρας. Στοιχεία αποκλήρωσης. Εικονικές πωλήσεις ακινήτων.

Τριμελές Εφετείο Πατρών 308/2017
Δικαστές: Εμμανουήλ Καλεντάκης, Πρόεδρος Εφετών, Ελένη Κατσούλη,  Εισηγήτρια, Αθηνά Μπεσσή, Εφέτες.
Δικηγόροι: Παναγιώτης Ανδρονόπουλος, Αλέκος Καρώκης

Νόμιμος μεριδούχος και το θετό τέκνο του κληρονομουμένου. Αποκλήρωση κατιόντος αν ο κατιών έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του. Δεν απαιτείται να έχει καταδικασθεί ο κατιών από ποινικό δικαστήριο, πλην όμως το πολιτικό δικαστήριο εξετάζει παρεμπιπτόντως αν συντρέχουν τα στοιχεία κακουργήματος ή πλημμελήματος. Στοιχεία εγκύρου της αποκλήρωσης. Ο μεριδούχος που ισχυρίζεται ότι αποκληρώθηκε χωρίς νόμιμο και αληθινό λόγο, μπορεί να ασκήσει κατά του τετιμημένου αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας της διάταξης περί   αποκλήρωσης,   με   σκοπό   την   αναγνώριση   του κληρονομικού δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του. Τρόπος υπολογισμού νόμιμης μοίρας. Στα συνυπολογιζόμενα για τον καθορισμό της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας υπάρχοντα στην κληρονομία περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται και τα πράγματα της κληρονομίας, για τα οποία υπάρχει υπόσχεση παροχής, με προσύμβαση δωρεάς του κληρονομουμένου προς τρίτον, εφόσον η υπόσχεση αυτή δεν εξετελέσθη μέχρι του θανάτου του (κληρονομουμένου) με τέλεση της οριστικής συμβάσεως, στην οποία αφορά η προσύμβαση δωρεάς και μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος, διότι στην περίπτωση αυτή, εκείνα δεν εξήλθαν από την ομάδα της κληρονομίας. Το ζήτημα δεν παραλλάσσει και στην περίπτωση, κατά την οποία ο κληρονομούμενος με προσύμφωνο είχε παράσχει στον δεχθέντα την υπόσχεση της δωρεάς το δικαίωμα όπως με αυτοσύμβαση, ισχύουσα και για την περίπτωση θανάτου του υποσχεθέντος, καταρτίσει την οριστική σύμβαση δωρεάς και ο δωρεοδόχος κατάρτισε με αυτοσύμβαση την οριστική σύμβαση της δωρεάς μετά το θάνατο του υποσχεθέντος, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ακίνητο κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν είχε εκφύγει της κληρονομίας. Και είναι μεν αληθές ότι η υπόσχεση της δωρεάς αποτελεί κατ΄ αρχήν χρέος της κληρονομίας, αφαιρούμενο από αυτήν, πλην όμως το χρέος αυτό περιαιρείται στην έκταση που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, διότι το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου είναι  επικρατέστερο του δικαιώματος του δωρεοδόχου και θα ήταν άσκοπο να προβεί ο μεριδούχος σε εκπλήρωση προσυμφώνου, όταν έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ανατροπή της σύμβασης που έγινε με βάση αυτό κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1835 και 1836 ΑΚ Εάν, επομένως, η υπόσχεση δωρεάς, που θίγει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου κρύπτεται υπό προσύμφωνο πωλήσεως, πρόδηλο είναι το έννομο συμφέρον του μεριδούχου προς έγερση αγωγής για να αναγνωρισθεί   ότι   είναι άκυρο λόγω εικονικότητας το ως άνω προσύμφωνο πωλήσεως  και ότι ισχύει το υπ’ αυτό καλυπτόμενο συμβόλαιο δωρεάς.
Αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις ακινήτων, με τις οποίες η θετή μητέρα της εφεσίβλητης φέρεται να μεταβίβασε το σύνολο σχεδόν της ακίνητης περιουσίας της προς τα ανίψια της και προς την πρώτη των  εκκαλούντων  ήταν   εικονικές  και   οι δηλώσεις περί πωλήσεως τόσον της πωλήτριας όσο και των αγοραστών δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά κατά φαινόμενο μόνο.



                          Αριθμός 308/2017
                  ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Εμμανουήλ Καλεντάκη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Κατσούλη,  Εισηγήτρια, Αθηνά Μπεσσή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – καλούντων: 1) ……………………………., η οποία παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ανδρονόπουλο και 2) ………………………….., κατοίκου Βραχνεϊκων Πατρών, τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο ίδιος  παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος του.
Της εφεσίβλητης – καθής η κλήση: ……………………………, κατοίκου Βραχνεϊκων Πατρών, η οποία παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέκο Καρώκη. Η αρχικώς ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – καθής η κλήση, ……………………………., με την από 2-9-2009 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, εξέδωσε την υπ’  691/2013  οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν προς το Δικαστήριο τούτο οι  εκκαλούντες με την από 2-12-2013 έφεσή τους (αριθμ. κατάθεσης  34/21-1-2014),  ζητώντας    να γίνει δεκτή για  τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή. Το Εφετείο Πατρών εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 98/2016  μη οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε τυπικά την  έφεση και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης  στο ακροατήριο.
Οι  εκκαλούντες – καλούντες με την από 23-11-2017 κλήση τους (αριθμ. εκθ. καταθέσεως 3/2017),  επαναφέρουν προς συζήτηση την προκειμένη υπόθεση. 
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
           ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
           ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 23-11-2017 αίτηση – κλήση των εναγομένων – εκκαλούντων   νόμιμα φέρεται για συζήτηση
η από 2-12-2013 έφεση κατά της 691/2013 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, μετά την έκδοση της 98/2016 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προς το σκοπό α) συμπληρωματικής εξέτασης των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που εξετάστηκαν πρωτοδίκως, και β) της αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την  υπόθεση, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της άνω αποφάσεως.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1813, 1820, 1825 και 1828 ΑΚ δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο επιζών σύζυγος, οι οποίοι θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά το ποσοστό δε της νόμιμης μοίρας ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος. Από το συνδυασμό, εξάλλου, της διατάξεως του άρθρου 1579 εδ. α΄ με εκείνες των άρθρων 1813 και 1825 ΑΚ συνάγεται, ότι νόμιμος μεριδούχος είναι και το θετό τέκνο του κληρονομουμένου, και επί υιοθεσίας τελεσθείσας πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 2447/1996, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του νόμου αυτού, καθώς έναντι του τελευταίου αυτό υπέχει θέση γνήσιου τέκνου (ΑΠ 166/1990, ΑΠ 1231/2009, ΕφΠειρ 5685/2002, ΕφΠειρ 943/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1825, 1839, 1840 και 1843 ΑΚ προκύπτει σαφώς, ότι ο διαθέτης με διάταξη τελευταίας βούλησης μπορεί να αποκληρώσει τον μεριδούχο του, να του στερήσει δηλαδή από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του (αποκλήρωση με την στενή έννοια), μόνο για ορισμένους λόγους, οι οποίοι απαριθμούνται περιοριστικά στο νόμο. Ειδικότερα, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει με την έννοια αυτή τον κατιόντα του μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1840 ΑΚ (ΑΠ 146/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 122/1998 ΝοΒ 1999.55), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται (με τον αριθμό 3) και η περίπτωση που ο κατιών έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν απαιτείται να έχει καταδικασθεί ο κατιών από ποινικό δικαστήριο, πλην όμως το πολιτικό δικαστήριο, που ερευνά το λόγο της αποκλήρωσης, εξετάζει παρεμπιπτόντως αν συντρέχουν τα στοιχεία κακουργήματος ή πλημμελήματος με την έννοια που λαμβάνονται στο  ποινικό δίκαιο. Το δικαστήριο κρίνει εάν το πλημμέλημα είναι «σοβαρό» με βάση την εκάστοτε κρατούσα ηθική και κοινωνική αντίληψη, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. ΄Ετσι «σοβαρό» πλημμέλημα από πρόθεση ικανό να θεμελιώσει τον τρίτο λόγο αποκλήρωσης είναι μεταξύ άλλων και η σκαιά ύβρις κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, καθώς   και   η   χειροδικία   ή    η απειλή χειροδικίας
εναντίον του (ΑΠ 1406/2012 ΧρΙΔ 2013.205, ΑΠ 146/2009 ό.π., ΑΠ 1411/1998 Αρμ. 1998.1488). Εξάλλου, για να είναι έγκυρη η αποκλήρωση με την στενή έννοια, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις α) να γίνει με διάταξη τελευταίας βούλησης (διαθήκη), β) να υπάρχει βούληση του διαθέτη να στερήσει τον κατιόντα του από τη νόμιμη μοίρα του, η οποία μπορεί να έχει διατυπωθεί  ρητά (με τον όρο «αποκληρώνω» ή άλλη παρεμφερή έκφραση, όπως πχ «στερώ από τη νόμιμη μοίρα», ενδέχεται όμως και να προκύπτει ερμηνευτικά από το περιεχόμενο της διαθήκης, γ) να συντρέχει λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ, των οποίων αποκλείεται η διεύρυνση ή αναλογική εφαρμογή και σε άλλες περιπτώσεις αποδοκιμαστέας συμπεριφοράς του κατιόντος προς τον διαθέτη και την οικογένειά του, δ) να αναφέρεται ο λόγος αποκλήρωσης στη διαθήκη, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου ως προς τον ποιον από τους προβλεπόμενους λόγους αποκλήρωσης εννοεί ο διαθέτης, ε) να υπάρχει ο λόγος αποκλήρωσης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι τον θάνατο του διαθέτη, και στ) να μην έχει δοθεί συγγνώμη εκ μέρους του τελευταίου (ΕφΑθ 4000/2008 ΕλλΔνη 2008.1515, ΕφΑθ 4632/2007 ΕλλΔνη 2008.281, ΕφΑθ 6277/2003 ΕλλΔνη 2004.1079). ΄Οσον αφορά την αναφορά του λόγου της αποκλήρωσης στη διαθήκη, γίνεται δεκτό ότι η σχετική μνεία μπορεί να γίνει είτε με τη χρησιμοποίηση των λεκτικών εκφράσεων του νόμου ή και με τη χρησιμοποίηση λεκτικών όρων ταυτόσημων κατά την έννοια προς τους όρους του νόμου, το οποίο συμβαίνει, όταν οι όροι που χρησιμοποιούνται στη διαθήκη έχουν σαφώς καθορισμένη και κοινώς ή ευρέως παραδεδεγμένη σημασία,  ταυτιζόμενη με εκείνη των όρων του νόμου, είτε και με την επίκληση στη διαθήκη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, που μπορούν να υπαχθούν ανενδοιάστως σε κάποια από τις νόμιμες περιπτώσεις αποκλήρωσης (ΑΠ 1420/1981 ΕΕΝ 1982.822). Αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει όταν η αποκλήρωση έγινε χωρίς νόμιμο λόγο ή όταν ο λόγος αποκλήρωσης που αναφέρεται στη διαθήκη δεν είναι αληθινός ή έγινε για λόγο, για τον οποίο έχει δοθεί συγγνώμη, η αποκλήρωση είναι άκυρη (Εφ.Αθ. 4000/2008 ό.π., ΕφΑθ 4632/2007 ό.π., Εφ.Αθ. 4939/1992 Αρχ Ν 1993 104) και ισχύει ως αποκλεισμός του μεριδούχου από την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Κατά συνέπεια, ο αποκληρωθείς λαμβάνει τη νόμιμη μοίρα του, που είναι το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας του, αλλά όχι πλέον αυτής, διότι για το επιπλέον διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της διαθήκης (ΑΠ 1349/2005 ΕλλΔνη 2006.159, ΑΠ 1178/1997 ΕΕΝ 1999.167, ΑΠ 1389/1990 ΕλλΔνη 1992.331). Ο μεριδούχος που ισχυρίζεται ότι αποκληρώθηκε χωρίς νόμιμο και αληθινό λόγο, μπορεί να ασκήσει κατά του τετιμημένου αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας της διάταξης περί   αποκλήρωσης,   με   σκοπό   την   αναγνώριση   του
κληρονομικού δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του (Εφ.Αθ. 4000/2008 ό.π., Εφ.Πατρ. 407/2003 ΑχΝομ 2004.182, Εφ.Πατρ. 677/2008 ΑχΝομ 2009.250). Στην περίπτωση αυτή την ύπαρξη ή την αλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης οφείλει να αποδείξει ο εναγόμενος, διότι εκείνος ωφελείται από τη διαθήκη, που περιέχει τη διάταξη για την αποκλήρωση (άρθ. 1843εδ. β΄ΑΚ, Εφ.Αθ. 4000/2008 ό.π. Εφ.Αθ. 97/2000 ΕλλΔνη 2000.1417, Εφ. Θεσ. 2513/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 ΑΚ συνάγεται, ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομία, κατά το χρόνο αυτόν, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής, προστίθενται δε ακολούθως σ’ αυτά και θεωρούνται, ως υπάρχουσες στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα) κατά την αξία της πραγματοποιήσεώς τους, οι παροχές των άρθρων 1831 παρ. 2 και 1833 ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους, επί  δε της προσδιοριζομένης κατά τον τρόπο αυτόν αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου: α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας τα χρέη της και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου, και απογραφής της κληρονομίας, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την  αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά, και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο  της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας, για
να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 474/2010, ΑΠ 1233/2009, ΑΠ 560/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν στον μεριδούχο έχει ήδη καταλειφθεί συγκεκριμένο (δήλο) πράγμα, που δεν συμπληρώνει τη νόμιμη μοίρα του, πρέπει η αξία του να αφαιρεθεί και από τον παρονομαστή του παραπάνω κλάσματος, διότι για την ανεύρεση του συμπληρώματος της νόμιμης μοίρας του έχει αφαιρεθεί η αξία του πράγματος τούτου από την αξία της νόμιμης μοίρας, διαφορετικά, θα υπολογιζόταν δύο φορές η αξία του (ΑΠ 1231/2009, ΑΠ 560/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο αυτό πρέπει  να παρατηρηθεί ότι στα ως άνω συνυπολογιζόμενα για τον καθορισμό της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας υπάρχοντα στην κληρονομία περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται και τα πράγματα της κληρονομίας, για τα οποία υπάρχει υπόσχεση παροχής, με προσύμβαση δωρεάς του κληρονομουμένου προς τρίτον, εφόσον η υπόσχεση αυτή δεν εξετελέσθη μέχρι του θανάτου του (κληρονομουμένου) με τέλεση της οριστικής συμβάσεως, στην οποία αφορά η προσύμβαση δωρεάς και μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος, διότι στην περίπτωση αυτή, εκείνα δεν εξήλθαν από την ομάδα της κληρονομίας (ΑΠ 1585/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Θεσ. 270/1982 Αρμ. 1983.118, Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, εκδ. 4η, 1985, παρ. 122, σελ. 417 – 418, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και τους συγγραφείς). Το ζήτημα δεν παραλλάσσει και στην περίπτωση, κατά την οποία ο κληρονομούμενος με προσύμφωνο είχε παράσχει στον δεχθέντα την υπόσχεση της δωρεάς το δικαίωμα όπως με αυτοσύμβαση, ισχύουσα και για την περίπτωση θανάτου του υποσχεθέντος, καταρτίσει την οριστική σύμβαση δωρεάς και ο δωρεοδόχος κατάρτισε με αυτοσύμβαση την οριστική σύμβαση της δωρεάς μετά το θάνατο του υποσχεθέντος, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ακίνητο κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν είχε εκφύγει της κληρονομίας (ΑΠ 1585/1999 ό.π., Εφ. Θεσ. 270/1982 ό.π.). Και είναι μεν αληθές ότι η υπόσχεση της δωρεάς αποτελεί κατ΄ αρχήν χρέος της κληρονομίας, αφαιρούμενο από αυτήν, πλην όμως το χρέος αυτό περιαιρείται στην έκταση που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, διότι το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου είναι  επικρατέστερο του δικαιώματος του δωρεοδόχου και θα ήταν άσκοπο να προβεί ο μεριδούχος σε εκπλήρωση προσυμφώνου, όταν έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ανατροπή της σύμβασης που έγινε με βάση αυτό κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1835 και 1836 ΑΚ (ΑΠ 1585/1999 ό.π., Εφ. Θεσ. 3663/1990 Αρμ. 1990.1187, όπου και περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς και στη νομολογία, Εφ.Θεσ. 270/1982 ό.π.). Εάν, επομένως, η υπόσχεση δωρεάς, που θίγει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου κρύπτεται υπό προσύμφωνο πωλήσεως, πρόδηλο είναι το έννομο συμφέρον του μεριδούχου προς έγερση αγωγής για να αναγνωρισθεί   ότι   είναι άκυρο λόγω εικονικότητας το ως άνω προσύμφωνο πωλήσεως  και ότι ισχύει το υπ’ αυτό καλυπτόμενο συμβόλαιο δωρεάς (ΑΠ 1585/1999 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ «δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 180 και 513 ΑΚ, με σαφήνεια προκύπτει, ότι για την αναγνώριση ως άκυρης της σύμβασης πώλησης λόγω απόλυτης εικονικότητας αρκεί η διαπίστωση της έλλειψης σοβαρής συναλλακτικής πρόθεσης των μερών προς μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος. Τέτοια εικονικότητα υπάρχει όταν και τα δύο συμβαλλόμενη μέρη γνωρίζουν ότι η σύμβαση της πώλησης δεν συνάπτεται πραγματικά, για να μεταβιβαστεί η κυριότητα του ακινήτου στον αγοραστή, αλλά φαινομενικά. Εικονική είναι, άρα, η δήλωση βούλησης, η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πράγματι στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δικαιοπραξία, όχι μόνον όταν είναι μονομερής, αλλά και όταν είναι σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Για την ακυρότητα, επομένως, ως εικονικής μίας σύμβασης ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, συμβαλλομένων, για το ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δηλαδή της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ, 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 563/2016, ΑΠ 25/2016, ΑΠ 373/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 2 ΑΚ «΄Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη που ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της». Με τη διάταξη αυτή γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε απόλυτη, που επιφέρει ακυρότητα ολόκληρης της εικονικής δικαιοπραξίας, και σε σχετική, που επιφέρει ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας, που δεν έγινε στα σοβαρά, όχι όμως και εκείνης που κρύβεται κάτω απ’ αυτήν, η οποία είναι έγκυρη αν συντρέχουν οι όροι που ορίζει η διάταξη, αν δηλαδή την ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Τέτοια δικαιοπραξία αποτελεί   και   η  υπό   την   εικονική σύμβαση πωλήσεως
ακινήτου καλυπτόμενη σύμβαση δωρεάς (άρθ. 496 ΑΚ), την οποία ήθελαν τα  συμβαλλόμενη μέρη και τηρήθηκε ο απαιτούμενος γι’ αυτήν συμβολαιογραφικός τύπος, εφόσον η κυριότητα του πράγματος μεταβιβάστηκε με την μεταγραφή του συμβολαίου στον δωρεοδόχο και κατά το φαινόμενο αγοραστή, εάν δεν ακολούθησε ανάκληση της δωρεάς από τον δωρητή ή τον κληρονόμο του (άρθ. 505 – 507 ΑΚ) (ΑΠ 429/2015, ΑΠ 680/2009, ΑΠ 1426/2007 ΤΝΜ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που ενόρκως εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, από την εκτίμηση των  καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που ενόρκως εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από τις 50.321/6-10-2015, 50325/7-10-2015 και 7.336/7-10-2015 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν νομότυπα ενώπιον των συμβολαιογράφων Πατρών Αγγελικής Σακελλάρη και Διονυσίας Γκαδόλου, αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. 5490/30-9-2015 και 7445/2-10-2015 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πατρών Παναγιώτας Δροσοπούλου και Ιωάννη Χρονόπουλου, αντίστοιχα), οι οποίες  παραδεκτώς προσάγονται το πρώτον στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη (άρθ. 529 ΚΠολΔ), και από όλα ανεξαιρέτως τα, με επίκληση, νόμιμα προσαγόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, ορισμένα των οποίων χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η 537/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών και η 184/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκαν σε προηγούμενη δίκη μεταξύ των ιδίων εν μέρει διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Mε την 544/1970 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η εφεσίβλητη ……………………………, κηρύχθηκε θετό τέκνο των ……………………………………., με τους οποίους μέχρι τότε συμβίωνε ως «ψυχοκόρη» σε ανώγεια οικία ιδιοκτησίας της θετής μητέρας της κείμενης στον οικισμό Βραχνεϊκων Πατρών. Ένα χρόνο αργότερα η εφεσίβλητη τέλεσε νόμιμο γάμο με τον ……………………………………….. και έκτοτε το νεόνυμφο ζεύγος εξακολούθησε να συμβιώνει με τους θετούς γονείς της εφεσίβλητης στην ίδια κατοικία μέχρι και το έτος 1975, οπότε μετοίκησε στην Πάτρα λόγω της εργασίας του συζύγου της εφεσίβλητης. Παρά τη μετοίκησή τους αυτή οι  σχέσεις  της   εφεσίβλητης   με τους  θετούς γονείς της
παρέμειναν άριστες και οι επισκέψεις της ιδίας και της οικογένειας  στα Βραχνέϊκα καθώς και των θετών γονέων της στην οικία της στην Πάτρα ήταν τακτικές, σχεδόν καθημερινές. Μετά την εκ νέου εγκατάσταση της εφεσίβλητης μαζί με το σύζυγό της και τα τέσσερα ανήλικα τότε τέκνα τους στα Βραχνέϊκα σε ιδιόκτητη κατοικία τους, που απείχε 500 μέτρα περίπου από την οικία των θετών γονέων της, οι επισκέψεις της εφεσίβλητης στους θετούς γονείς της ήταν καθημερινές, καθότι τα τέκνα της μετά το σχολείο τους μετέβαιναν στην κατοικία των θετών γονέων της και τα παραλάμβανε από εκεί. Υπήρξε βέβαια μία μικρή χρονική περίοδος, κατά την οποία είχαν διαρραγεί οι σχέσεις των θετών γονέων της εφεσίβλητης με τον σύζυγό της, εξαιτίας της άρνησης της θετής μητέρας της να της συστήσει ως προίκα ένα ακίνητο στην περιοχή Βελιτσών Αχαΐας. Όμως το έτος 1973 άρθηκε η παρεξήγηση που είχε δημιουργηθεί και έκτοτε οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές και αυτό ενισχύεται από το πραγματικά αποδεικνυόμενο γεγονός ότι στην πρώτη θυγατέρα της εφεσίβλητης δόθηκε το όνομα «……………………….» της θετής μητέρας της και ανάδοχοι αυτής ήταν οι θετοί γονείς της, καθώς και από το γεγονός ότι την παραγωγή του ελαιοκάρπου από τα ελαιόδενδρά τους οι θετοί γονείς της εφεσίβλητης, όλα αυτά τα χρόνια, μετέφεραν και μεταποιούσαν στο ελαιοτριβείο που διατηρούσε ο σύζυγος της εφεσίβλητης στις ……………………..Αχαϊας, πράγμα που βεβαίως δεν θα γινόταν, εάν δεν υπήρχαν αρμονικές σχέσεις με τους θετούς γονείς της. Η θετή μητέρα της εφεσίβλητης, που απεβίωσε στις 25-2-1995, άφησε την από 8-11-1992 ιδιόγραφη διαθήκη της, που κατατέθηκε στη συμβολαιογράφο Πατρών Ειρήνη Γκέστα – Παπαφιλίππου, συνταχθείσης της 6274/15-3-1993 πράξης της, η οποία δημοσιεύθηκε με τα 191/1995 πρακτικά δημοσιεύσεως διαθηκών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε άλλη διαθήκη της (βλ. το 610/2012 πιστοποιητικό). Στην ως άνω διαθήκη της η θετή μητέρα της εφεσίβλητης αναφέρει, μεταξύ άλλων, αυτολεξεί τα εξής: «Αποκληρονόνο την θετή  μου κόρη ………………………….. δηότη έδηξε αχαριστία σε μένα και στον άνδρα μου. Ενώ την πήρα στο σπίτι μου πτωχή και ξηπόλιτη, την βοήθησα να μάθη μοδίστρα, την άφησα να εργάζετε για λογαριασμό της, την επάντρεψα αφού την υιοθέτησα προηγουμένως, αυτή έδηξε αχαριστία. ΄Εφτασε μέχρι συμίου να με βρήζη, να βάζη τον άνδρα της να δημιουργή επισόδια εναντίον του άνδρα μου, έφτασε στο σημείο και επετέθη χωρίς λόγο να βαρέσει τον μακαρίτη τον άνδρα μου και εμένα προσωπικά, η θετή μου κόρη με έστελνε στο διάβολο. Όλα  αυτά έχουν συμβή πριν 20 χρόνια. Εσηκόθηκε και έφηγε όταν εμείς είμαστε στο Βραχνί, μας εγκατέλιψε χωρίς να μας ειπή τίποτα. Παρόλα που εμής την προικήσαμε μας πήγε στο δικαστήριο, για να πάρη τη νόμιμη μύρα, όπως και την επήρε, γιαυτό δημιουργούσε επησόδια, αγνώισε το θείο της και εμένα, οι οποίοι ήμαστε δύο άρρωστοι άνθρωποι, ο δε  άνδρας της είπε στον μακαρίτη τον άνδρα μου αν έρθη η γυναίκα μου ή τα παιδιά μου στο σπίτι σας θα τους κόψο τα πόδια. Παρώλα αυτά δια χρηστιανικούς λόγους της αφήνω στο μέρος Βατάκιο περίπου ένα στρέμμα και στις 8 ρίζες ελαιόδενδρα τη μια ρίζα την έχουμε κόψη, την δε άλλη την έχει πάρη με το έτση θέλη ο …………………………………….. Ότι άλλο βρεθή κινητό και ακήνιτο, καθώς και τον τάφο στο νεκροταφήο των Βραχνεϊκων τα αφήνω στην ανεψιά μου ……………………………………, στην οποία έχω πολλές υποχρεώσης, γιατί περιποιήθηκε και τον μακαρίτη τον άνδρα μου καθώς και μένα…». Από τη λεκτική διατύπωση της άνω διαθήκης προκύπτει ανενδοίαστα, ότι η βούληση της ανωτέρω διαθέτιδας ήταν να περιορίσει τη θετή θυγατέρα της (εφεσίβλητη) στο ως άνω καταληφθέν σ’ αυτήν με την άνω διαθήκη δήλο ακίνητο, αποκληρώνοντάς την κατά τα λοιπά.  Αν τα παραπάνω όμως αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκαν τα διαλαμβανόμενα στη διαθήκη περί εξυβρίσεων της διαθέτιδας από την εφεσίβλητη και περί χειροδικίας αυτής εναντίον του θετού πατέρα της. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και η μάρτυρας ανταπόδειξης ……………………………………………………… καταθέτοντας τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αναφέρθηκε γενικόλογα και αόριστα σε παράπονα της διαθέτιδας από τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης και απέφυγε επιμελώς να επιβεβαιώσει από προσωπική της αντίληψη οποιοδήποτε περιστατικό εξύβρισης ή χειροδικίας (βλ. χαρακτηριστικά το ακόλουθο χωρίο της κατάθεσής της «… Δεν έχω όμως άμεση αντίληψη, γιατί δεν ήμουν εκεί όταν γινόντουσαν αυτά, για να ξέρω αν αληθεύουν. ΄Ακουσα που το λέγανε που συζητούσαν ότι «με έβρισε» αλλά εγώ αυτά είναι αυτά που άκουγα»). Ακόμα οι ………………………………… και ………………………………………. που εξετάστηκαν, με επιμέλεια των εκκαλούντων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών Αγγελικής Σακελλάρη, αναφέρθηκαν γενικά και αόριστα σε παράπονα της διαθέτιδας αναφορικά με τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, όσα δε καταθέτουν περί εξυβρίσεων της διαθέτιδας από την εφεσίβλητη και περί χειροδικιών της εφεσίβλητης εναντίον της διαθέτιδας και του συζύγου της τα γνωρίζουν από διηγήσεις της διαθέτιδας και όχι από προσωπική τους αντίληψη. Η ύπαρξη, ωστόσο, της προαναφερθείσας περιουσιακής διαφοράς μεταξύ του συζύγου της εφεσίβλητης και των θετών γονέων της με αφορμή την προίκα που έλαβε η εφεσίβλητη, και η μετοίκηση της εφεσίβλητης το έτος 1975 στην Πάτρα δεν αποτελεί από μόνη της, λόγο αποκλήρωσης (ήτοι αποκλεισμού της εφεσίβλητης και από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της), καθώς δεν εμπίπτει, χωρίς την ύπαρξη άλλων συνοδών περιστάσεων (π.χ. χειροδικίας σε βάρος της διαθέτιδας, τέλεσης σε βάρος της κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος), η συνδρομή των οποίων δεν αποδεικνύεται στην προκείμενη περίπτωση, στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 1840 ΑΚ.  Επομένως,  είναι  άκυρη  η  γενόμενη με την ως
άνω διαθήκη της θετής μητέρας της αποκλήρωση της εφεσίβλητης από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της και ως εκ τούτου είναι αβάσιμη κατ΄ουσίαν και απορριπτέα για το λόγο αυτό η ένσταση των εκκαλούντων περί αποκλήρωσης της εφεσίβλητης για το λόγο ότι αυτή είχε τελέσει τα σοβαρά πλημμελήματα της εξύβρισης και της σωματικής βλάβης με πρόθεση σε βάρος της διαθέτιδας και του συζύγου της. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση, απορρίπτοντας ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την ένσταση αποκλήρωσης της εφεσίβλητης από την διαθέτιδα, που παραδεκτά προέβαλαν οι εκκαλούντες πρωτοδίκως και επαναφέρουν στο Δικαστήριο τούτο, ορθά  εκτίμησε τις προσαχθείσες αποδείξεις και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ ουσίαν ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως. Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι, κατά το χρόνο του θανάτου της, η ……………………………………., της οποίας ο σύζυγος είχε προαποβιώσει αυτής (απεβίωσε το μήνα Μάϊο του έτους 1991) και η οποία δεν είχε αποκτήσει φυσικά ή άλλα θετά – πλην της εφεσίβλητης – τέκνα, άφησε μοναδική εξ αδιαθέτου και αναγκαία κληρονόμο της την εφεσίβλητη, η υιοθεσία της οποίας δεν είχε λυθεί μέχρι το χρόνο του θανάτου της θετής μητέρας της και η οποία επέχει θέση γνησίου τέκνου αυτής. Κατά τον ίδιο χρόνο (25-2-1995) η …………………………………… ήταν αποκλειστική κυρία α) της προπεριγραφείσας οικίας, στην οποία κατοικούσε, και β) ενός αγροτεμαχίου, επιφανείας ενός στρέμματος περίπου, με επτά (7) ελαιόδενδρα εντός αυτού, κείμενου εκτός οικισμού στη θέση «……………………………..» Βραχνεϊκων Αχαϊας, τα οποία είχαν περιέλθει στην κυριότητά της δυνάμει του 4.256/29-12-1952 συμβολαίου σύστασης προικός του τότε συμβολαιογράφου Πατρών Αχιλλέως Γούρα, νόμιμα μεταγεγραμμένου στον τόμο 397 και με αριθμό 111594 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών. Εντός του υπό στοιχεία α΄ακινήτου υπήρχε κατά το χρόνο του θανάτου της ανωτέρω διαθέτιδας αξιόλογη οικοσκευή, αποτελούμενη από αρκετά έπιπλα συλλεκτικής αξίας (αντίκες) και όλα τα χρειώδη για τη λειτουργία ενός οίκου (ηλεκτρικές συσκευές, κλινοσκεπάσματα, υαλικά, χρυσαφικά, κεντήματα κτλ), η κυριότητα της οποίας ανήκε στην ως άνω διαθέτιδα και η αξία της οποίας ανερχόταν, κατά τον παραπάνω χρόνο, στο ποσό των 4.000.000 δραχμών, όπως καταθέτει ο μάρτυρας αποδείξεως, η κατάθεση του οποίου κατά το μέρος αυτό δεν αναιρείται από κάποιο αξιόλογο αποδεικτικό μέσο. Η αγωγή ως προς το άνω κεφάλαιό της είναι επαρκώς ορισμένη και βάσιμη κατ’ ουσίαν και η παραπάνω αξία των κινητών πραγμάτων, που προαναφέρθηκαν, πρέπει να συνυπολογισθεί στην πραγματική ομάδα της κληρονομίας για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε   ορισμένο  το ως άνω κεφάλαιο της αγωγής και
το δέχθηκε ως βάσιμο κατ΄ουσίαν, συνυπολογίζοντας την αξία (4.000.000 δρχ.) των παραπάνω κινητών πραγμάτων στην πραγματική ομάδα της  κληρονομίας της ανωτέρω διαθέτιδας δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι της εφέσεως. Ακόμα αποδείχθηκε ότι μετά παρέλευση λίγων μηνών από το θάνατο του συζύγου της ……………………………….., η ανωτέρω διαθέτιδα, εντός χρονικού διαστήματος μόλις δύο (2) ημερών, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, αιτία πωλήσεως, το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας της στα ανίψια της. Ειδικότερα: α) Με το 12.474/20-11-1991 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πατρών Πηνελόπης Τσούνη, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, πώλησε προς τη θυγατέρα του αδελφού της ……………………………………… τα ακόλουθα μη άρτια και μη οικοδομήσιμα αγροτικά ακίνητα, κείμενα εκτός οικισμού, στην κτηματική περιφέρεια της πρώην Κοινότητας Μονοδενδρίου Πατρών, και συγκεκριμένα: 1) ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 660 τ.μ., πλησίον του παλαιού Σιδηροδρομικού Σταθμού, και πλησίον του νεκροταφείου της άνω Κοινότητας, 2) ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 677,70 τ.μ., 3) ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 282,85 τ.μ. και 4) ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 538,65 τ.μ., 5) ένα αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «Φλάμπουρα» της περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Βραχνεϊκων, επιφανείας 150 τ.μ., 6) ένα αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «Φλάμπουρα» της ιδίας ως άνω Κοινότητας, επιφανείας 1000 τ.μ. περίπου, και 7) ένα αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «Ισώματα» της ιδίας ως άνω Κοινότητας επιφανείας οκτώ (8) στρεμμάτων περίπου. Η συνολική αξία των παραπάνω ακινήτων ανερχόταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, στο ποσό των 11.000.000 δραχμών. β) Με το 12475/20-11-1991 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, πώλησε προς τον υιό του αδελφού της ……………………………………., ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2.100 τ.μ., μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, κείμενο εντός οικισμού στην περιφέρεια της πρώην Κοινότητας Βραχνεϊκων Πατρών, αξίας, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, 8.400.000 δραχμών, γ) Με το 12476/20-11-1991 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, πώλησε προς τον  υιό του αδελφού της …………………………………….. 1) ένα αγροτεμάχιο εκτός οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, κείμενο στην πρώην Κοινότητα Μονοδενδρίου Πατρών, επιφανείας 657,85 τ.μ., 2) ένα αγροτεμάχιο, εκτός οικισμού, εκτός ζώνης, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, κείμενο στην πρώην Κοινότητα Μονοδενδρίου Πατρών, πλησίον του  παλαιού Σταθμού, επιφανείας 835,80 τ.μ., 3) ένα αγροτεμάχιο, σε καθαρώς αγροτική  περιοχή,  εκτός οικισμού, εκτός ζώνης, μη άρτιο
και μη οικοδομήσιμο, κείμενο στο χωριό Κερπινή Καλαβρύτων, επιφανείας 1000 τ.μ. περίπου, και 4) ένα οικόπεδο επιφανείας 345 τ.μ., μετά της εντός αυτού κείμενης οικίας εμβαδού 52 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στο χωριό Βραχνί Καλαβρύτων, ήτοι ακίνητα συνολικής αξίας, κατά το χρόνο της μεταβίβασής τους, 8.200.000 δραχμών. δ) Με το 12.477/20-11-1991 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, πώλησε προς τον υιό της αδελφής της ……………………………………….. τα παρακάτω μη άρτια και μη οικοδομήσιμα ακίνητα, ήτοι: 1) ένα αγροτεμάχιο, επιφανείας 1.391,34 τ.μ., κείμενο εκτός οικισμού, πλησίον του Παλαιού Σταθμού, στην πρώην Κοινότητα Μονοδενδρίου Πατρών, 2) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο εντός οικισμού, στην πρώην Κοινότητα Βραχνεϊκων Πατρών, επιφανείας 323 τ.μ., 3) ένα αγροτεμάχιο κείμενο  στη θέση «Ισώματα» της πρώην Κοινότητας Βραχνεϊκων Πατρών, επιφανείας 6.000 τ.μ. και 4) ένα αγροτεμάχιο, επιφανείας 1000 τ.μ. περίπου, κείμενο εκτός οικισμού και εκτός ζώνης στο χωριό Κερπινή Καλαβρύτων, ήτοι ακίνητα συνολικής αξίας, κατά το χρόνο της μεταβίβασής τους, 9.400.000 δραχμών. Την αμέσως δε επόμενη ημέρα δυνάμει του 12.480/22-11-1991 συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, όπως διορθώθηκε με το 12.635/19-5-1992 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, η ανωτέρω διαθέτιδα πώλησε προς την πρώτη των εκκαλούντων, ανιψιά του προαποβιώσαντος συζύγου της, ένα αγροτεμάχιο κείμενο στην πρώην Κοινότητα Μονοδενδρίου Πατρών, πλησίον του παλαιού Σταθμού, επιφανείας 780,74 τ.μ., εκτός οικισμού, εκτός ζώνης, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, αξίας κατά το χρόνο της μεταβίβασής του, 2.500.000 δραχμών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η αξία όλων των προαναφερθέντων ακινήτων ανέρχεται στα παραπάνω χρηματικά ποσά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ότι η αξία των παραπάνω μεταβιβασθέντων ακινήτων ανέρχεται στα χρηματικά ποσά, που προαναφέρθηκαν, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι είναι μικρότερης αξίας. Περαιτέρω στα παραπάνω συμβόλαια αναφέρεται ως αιτία μεταβίβασης των πιο πάνω ακινήτων από τη διαθέτιδα προς τα ανωτέρω συγγενικά της πρόσωπα η πώληση. Ωστόσο από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω πωλήσεις ακινήτων, με τις οποίες η θετή μητέρα της εφεσίβλητης φέρεται να μεταβίβασε το σύνολο σχεδόν της ακίνητης περιουσίας της προς τα ανίψια της και προς την πρώτη των  εκκαλούντων  ήταν   εικονικές  και   οι δηλώσεις περί
πωλήσεως τόσον της πωλήτριας όσο και των αγοραστών δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά κατά φαινόμενο μόνο, καθώς όλα τα συμβαλλόμενη μέρη επιθυμούσαν τη μεταβίβαση των παραπάνω ακινήτων από χαριστική και όχι από επαχθή αιτία. Ειδικότερα από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η θετή μητέρα της εφεσίβλητης, ωθούμενη από την ανασφάλεια που της δημιουργούσε η προχωρημένη ηλικία της (διένυε ήδη το 75ο έτος της ηλικίας της) και το γεγονός ότι μετά  τη διάρρηξη των σχέσεών της με την εφεσίβλητη, μετά το θάνατο του συζύγου της, είχε μείνει μόνη της, αποφάσισε να διανείμει την (διόλου ευκαταφρόνητη) ακίνητη περιουσία της στα ανίψια της, προσβλέποντας στη συνδρομή τους για την αντιμετώπιση των αναγκών του γήρατός της. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και όλες οι μεταβιβάσεις των παραπάνω ακινήτων έλαβαν χώρα εντός μόλις δύο (2) ημερών, χωρίς, αφενός μεν να συντρέχει κάποιος σοβαρός και έκτακτος λόγος, όπως αυξημένες δαπάνες διατροφής ή έξοδα  ιατρικής περίθαλψης, που να επιβάλλει την άμεση εκποίηση του συνόλου σχεδόν της ακίνητης περιουσίας της, αφετέρου δε να  παρέχεται κάποια εύλογη εξήγηση, γιατί πέντε (5) διαφορετικά άτομα αγόρασαν, σχεδόν ταυτόχρονα, ακίνητα, τα οποία δεν εμφάνιζαν, κατά τον χρόνο εκείνο, κάποιο προφανές επενδυτικό ενδιαφέρον, δεν εξυπηρετούσαν οικιακές ή επαγγελματικές τους ανάγκες (μόνο η ……………………………………. ήταν αγρότισσα) και ήταν μεταξύ τους ετερόκλητα, καθώς το ίδιο άτομο φέρεται να αγοράζει ακίνητα σε πλείονες και ευρισκόμενες σε ικανή απόσταση μεταξύ τους περιοχές. Στη συναγωγή του ιδίου αποδεικτικού πορίσματος κατατείνει η μη καταβολή τιμήματος για τις παραπάνω πωλήσεις, πράγμα που προκύπτει από το γεγονός ότι κατά το χρόνο θανάτου της διαθέτιδας (τρία μόλις έτη από τις ως άνω μεταβιβάσεις) δεν βρέθηκε στην κατοχή της οποιοδήποτε αξιόλογο χρηματικό ποσό, όπως θα έπρεπε να είχε συμβεί, αν πράγματι είχαν καταβληθεί στην διαθέτιδα τα αναγραφόμενα στα οικεία μεταβιβαστικά συμβόλαια τιμήματα. Εύγλωττο είναι, εξάλλου, σχετικά και το γεγονός ότι τα τελευταία (τιμήματα) υπήρξαν υποπολλαπλάσια της αγοραίας αξίας των φερομένων ως πωλούμενων ακινήτων. Συγκεκριμένα, για τα ακίνητα που φέρεται ότι πωλήθηκαν στην ……………………………….., φέρεται να καταβλήθηκε τίμημα 2.790.000 δραχμών, ενώ η αγοραία αξία αυτών εκτιμήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ στο ποσό των 11.075.000 δραχμών. Για το ακίνητο που φέρεται ότι πωλήθηκε στον …………………………………………….. φέρεται να καταβλήθηκε τίμημα 2.500.000 δραχμών, ενώ η αγοραία αξία  του εκτιμήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ στο ποσό των 8.400.000 δραχμών. Για τα ακίνητα που φέρεται ότι πωλήθηκαν στον ………………………………………………. φέρεται να καταβλήθηκε τίμημα 4.250.000 δραχμών, ενώ η αξία του εκτιμήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ στο ποσό των 8.200.000 δραχμών. Για τα ακίνητα που φέρεται ότι πωλήθηκαν στον ………………………………………..   φέρεται να καταβλήθηκε τίμημα 2.170.000 δραχμών, ενώ η αξία τους  εκτιμήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ στο ποσό των 9.394.000 δραχμών, ενώ, τέλος, για το ακίνητο που φέρεται ότι πωλήθηκε στην πρώτη των εκκαλούντων φέρεται ότι καταβλήθηκε τίμημα 500.000 δραχμών, ενώ η αγοραία αξία του εκτιμήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ στο ποσό των 2.500.000 δραχμών. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι οι ως άνω μεταβιβάσεις έγιναν αποκλειστικά προς πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος της θετής μητέρας της εφεσίβλητης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούνται μεταξύ των αποκτώντων συγγενών από την πατρική οικογένεια της θετής μητέρας της  εφεσίβλητης σχεδόν ισάξιες μερίδες. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το καθένα από τα τέσσερα προαναφερθέντα τέκνα των αδελφών της ως άνω μεταβιβάζουσας έλαβε ακίνητα συνολικής αξίας μεγαλύτερης των 8.000.000 δραχμών και μικρότερης των 11.000.000 δραχμών, γεγονός που μαρτυρά την επιθυμία της  θετής μητέρας της εφεσίβλητης για ισότιμη κατά το δυνατόν διανομή της ακίνητης περιουσίας της προς τα τέκνα των αδελφών της, στα οποία είχε εναποθέσει αρχικά τις ελπίδες της για την περιποίηση και φροντίδα της στα γεράματά της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι όλες οι παραπάνω πωλήσεις ακινήτων ήταν εικονικές και υποκρύπτονται κάτω από αυτές δωρεές των ακινήτων αυτών, τις οποίες ήθελαν τα συμβαλλόμενα μέρη και για τις οποίες τηρήθηκε ο απαιτούμενος συμβολαιογραφικός τύπος και συνυπολόγισε την αξία των δωρεών αυτών στην πλασματική ομάδα της κληρονομίας της ανωτέρω διαθέτιδας για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας της εφεσίβλητης, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και γι΄ αυτό ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ ουσίαν. Ωστόσο από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη  δωρεά του περιγραφομένου στο 12.480/1991 συμβολαίου ακινήτου προς την πρώτη των εκκαλούντων επιβλήθηκε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον της θετής μητέρας της προς αυτήν, η οποία είχε αναλάβει τη φροντίδα, περιποίηση και περίθαλψή της, μετά το θάνατο του συζύγου της, καθώς η προαναφερθείσα συμπεριφορά της τελευταίας απέναντι στη θετή μητέρα της εφεσίβλητης πριν από την κατάρτιση της επίδικης δωρεάς δεν καθιστούσε επιβεβλημένη κατά τις επιταγές της ηθικής την υπό κρίση δωρεά εν ζωή προς την πρώτη των εκκαλούντων και αυτή δεν είχε κανένα άλλο λόγο να προβεί στη δωρεά αυτή, εάν δεν είχε την ελπίδα ότι θα συνέχιζε να απολαμβάνει των περιποιήσεων της πρώτης των εκκαλούντων, γι’ αυτό και προέβη στην επίδικη δωρεά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε, έστω και σιωπηρά, τον επικουρικά προταθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι η παραπάνω δωρεά προς την πρώτη από αυτούς επιβλήθηκε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και η αξία της  δεν   αποτελεί  στοιχείο  της πλασματικής ομάδας της
κληρονομίας της ανωτέρω κληρονομούμενης για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας της εφεσίβλητης, δεν έσφαλε και γι΄ αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ ουσίαν ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η θετή μητέρα της εφεσίβλητης, η οποία κατά το τελευταίο έτος της ζωής της συμβίωνε με την πρώτη των εκκαλούντων, ανιψιά, όπως προαναφέρθηκε, του προαποβιώσαντος συζύγου της, προσυμφώνησαν με την τελευταία και τον σύζυγό της (δεύτερο των εκκαλούντων) δυνάμει του 25.660/10-3-1993 προσυμφώνου αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Πατρών Ειρήνης Γκέστα – Παπαφιλίππου να πωλήσει και μεταβιβάσει σ’ αυτούς κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό ½ αδιαιρέτως σε καθέναν την οικία της, στην οποία μέχρι τότε κατοικούσε και η οποία (μετά του περιβάλλοντος χώρου της) αποτελούσε το μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο που διατήρησε (μετά τις ως άνω μεταβιβάσεις) στην κυριότητά της. Συγκεκριμένα επρόκειτο για μία παλαιά ανώγεια οικία με το οικόπεδό της, της οποίας ο ισόγειος όροφος είχε εμβαδόν 110 τ.μ. και ο πρώτος όροφος 82 τ.μ., κείμενη στη θέση «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ  ή ΠΑΞΙΜΑΔΕΪΚΑ» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Βραχνεϊκων Πατρών. Με το παραπάνω προσύμφωνο η θετή μητέρα της εφεσίβλητης διατήρησε το δικαίωμα της ισόβιας συνοίκησης  μετά των αγοραστών επί της άνω οικίας, ενώ εξάλλου συμφωνήθηκε ότι η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου θα μπορούσε να  γίνει και με αυτοσύμβαση από τους εκκαλούντες, στους οποίους δόθηκε ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα και για την περίπτωση του θανάτου της κατά τα άρθρα 223 και 726 ΑΚ. Μέχρι δε το χρόνο του θανάτου της θετής μητέρας της εφεσίβλητης δεν είχε καταρτιστεί το οριστικό μεταβιβαστικό συμβόλαιο. Αυτό καταρτίστηκε μετά το θάνατό της με το 29.491/25-10-1996 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πατρών Βικτωρίας Αγγελοπούλου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών. Ωστόσο από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι οι δηλώσεις βουλήσεως τόσο της θετής μητέρας της εφεσίβλητης όσο και των εκκαλούντων περί πωλήσεως δεν έγιναν στα σοβαρά αλλά μόνον κατά φαινόμενο και κάτω από το παραπάνω προσύμφωνο πώλησης υποκρύπτονταν  έγκυρη (αφού τηρήθηκε ο αναγκαίος για το κύρος της συμβολαιογραφικός τύπος) προσύμβαση δωρεάς. Ενισχυτική της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου  είναι η έλλειψη καταβολής οποιουδήποτε πραγματικού τιμήματος εκ μέρους των εκκαλούντων, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, αυτοί δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα εκταμίευσης του ποσού των 12.000.000 δραχμών, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε ως τίμημα κατά την υπογραφή του προσυμφώνου για την άνω πώληση, καθώς και το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν αποταμιεύσεις της θετής μητέρας της εφεσίβλητης   ανάλογου   ύψους.  Δηλωτική,  εξάλλου, της
άνω αληθούς βούλησης των μερών είναι και η επιφύλαξη εκ μέρους της θετής μητέρας της εφεσίβλητης του δικαιώματος συνοίκησης (και όχι απλώς οίκησης) στην ως άνω οικία μετά των εκκαλούντων, η οποία προσήκει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, όχι σε επαχθείς (όπως η σύμβαση πώλησης) δικαιοπραξίες αλλά σε χαριστικές δικαιοπραξίες που είθισται να καταρτίζονται με σκοπό την περίθαλψη ατόμων προχωρημένης ηλικίας. Με την ιδιόγραφη άλλωστε διαθήκη της η θετή μητέρα της εφεσίβλητης αναγνώριζε ότι έχει προς την πρώτη των εκκαλούντων «πολλές υποχρεώσεις», διότι περιποιήθηκε την ίδια και τον προαποβιώσαντα σύζυγό της, και εγκαθιστούσε την πρώτη των εκκαλούντων γενική κληρονόμο της. Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι εύλογο και πειστικό ένα έτος αργότερα η ανωτέρω διαθέτιδα να πωλεί το ίδιο ακίνητο σε εκείνη που είχε ήδη εγκαταστήσει κληρονόμο της και στην οποία θα περιερχόταν, συνεπώς, αυτό μετά το θάνατό της. Αντίθετα είναι προφανές ότι τα ως άνω συμβαλλόμενη μέρη ήθελαν τη μεταβίβαση λόγω δωρεάς του παραπάνω ακινήτου, την οποία, ωστόσο, επέλεξαν για πλείονες λόγους (φορολογικούς, καταστρατήγησης του δικαιώματος νόμιμης μοίρας της εφεσίβλητης κ.ο.κ.) να εμφανίσουν ως πώληση του παραπάνω ακινήτου. Περαιτέρω το παραπάνω ακίνητο, για το οποίο κατά το χρόνο θανάτου της ανωτέρω διαθέτιδας είχε καταρτιστεί μόνο το προσύμφωνο και όχι η οριστική σύμβαση μεταβίβασής του δεν είχε εκφύγει της περιουσίας της διαθέτιδας και, συνεπώς, αποτελεί στοιχείο της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας  της τελευταίας, από την οποία, σύμφωνα με τη νομική σκέψη, που προηγήθηκε, δεν πρέπει να αφαιρεθεί ως χρέος η αξία του ως άνω ακινήτου, το οποίο η θετή μητέρα της εφεσίβλητης είχε αναλάβει την υποχρέωση να δωρήσει στους εκκαλούντες, καθώς το  χρέος αυτό περιαιρείται στην έκταση που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, διότι το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου είναι επικρατέστερο του δικαιώματος  του δωρεοδόχου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του  έκρινε ομοίως ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και γι΄αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν  υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν την μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 701/2009,  ΑΠ 619/2012   ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ολ ΑΠ 62/1990 ΕΕΝ 1991.320, ΑΠ 612/2012, ΑΠ 971/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το ζήτημα δε  αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση  του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορούν να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 351/2011 Χρ.ΙΔ 2012.42). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προέβαλαν  την ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, ισχυριζόμενοι ότι η κρινόμενη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα – εφεσίβλητη αξιώνει δικαίωμα νόμιμης μοίρας επί της κληρονομίας της θετής μητέρας της, συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, καθόσον αυτή είχε εγκαταλείψει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαπενταετίας τους θετούς γονείς της, επειδή δεν έστεργαν στη μεταβίβαση της περιουσίας της σ΄αυτήν, αφού τους εξύβρισε και τους απείλησε, χωρίς έκτοτε να ενδιαφερθεί για τη διαβίωσή τους ή τις ανάγκες περίθαλψής τους. Με αυτό το περιεχόμενη η ένσταση αυτή των εκκαλούντων – εναγομένων είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον υπό τα επικαλούμενα ανωτέρω περιστατικά, ακόμη και αν υποτεθούν αληθινά, η άσκηση της κρινόμενης αγωγής δεν είναι καταχρηστική, αφού από αυτά δεν στοιχειοθετείται συμπεριφορά, από την οποία θα ήταν λογικό δυνατό να προκληθεί στους εκκαλούντες – εναγομένους η πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή της προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας της. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του και απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την πιο πάνω ένσταση των εκκαλούντων – εναγομένων ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και γι’ αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως.
Με βάση τα προεκτεθέντα, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας των (άρθ. 176, 191 παρ. 2 και 183 ΠΚ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
                          ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ΕΥΡΩ.
        Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 8 Αυγούστου   2017   έτους   με   την παραπάνω σύνθεση. Eπειδή τα μέλη   της   σύνθεσης  Εμμανουήλ Καλεντάκης, Ελένη Κατσούλη και  Αθηνά Μπεσσή,   μετετέθησαν,   η    παρούσα    δημοσιεύθηκε  σε  έκτακτη   δημόσια   συνεδρίαση   στο ακροατήριό του  στις 7 Νοεμβρίου  2017 έτους  με   την παρακάτω  σύνθεση   αποτελουμένη      από    τους   Γεώργιο Αλεξόπουλο,   Πρόεδρο     Εφετών,  Μαρία Γαϊτάνη,  Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες, χωρίς την παρουσία των  διαδίκων και  των  πληρεξουσίων   τους   δικηγόρων.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
   Και τούτου μετατεθέντος και
   αποχωρήσαντος  προ της  καθαρογραφής
  της  παρούσας,    καθώς και όλων  των  μελών
   η Προϊσταμένη του Εφετείου
   Πατρών  Στεφανία  Καρατζά,
   Πρόεδρος  Εφετών, κατ΄ άρ-
   θρο 306 § 2 ΚΠολΔ.